United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Ό,τι είπα το πίστευα, ξακολούθησε με ζωηρότητα. Νόμιζα πως ήθελες να με βιάσης σε κάτι. Κ' έπειτα σε λυπόμουνα τόσο πολύ. Υπόφερες τόσο πολύ, περσότερο από μένα. Πρέπει να ξέρης όμως πως είμουνα τόσο άρρωστη, πολύ άρρωστη, ώστε δεν μπορούσα να συλλογιστώ άλλο τίποτε από τον εαυτό μου. Ω, είναι σα να ξαναξύπνησα πάλι! Έπιασε το κεφάλι της μ' ένα κίνημα που έδειχνε κάπως ανησυχία, κάπως ευτυχία.

Πάω στην πόλη να κόψω τα μαλλιά, φώναξε. Είτανε γεμάτος ζήλο κ' ευχαρίστηση κι όταν κάθησε στο τραίνο, φλυαρούσε ακατάπαυτα και γύρισε κ' είπε ενός άγνωστου ηλικιωμένου κυρίου, που δεν τον είδε ποτέ στη ζωή του, πως πηγαίνει στην πόλη να του κόψουν τα μακριά μαλλιά. Ο ξένος κύριος σήκωσε τα μάτια από την εφημερίδα, έρριξε στο παιδί ένα ξεχασμένο αδιάφορο βλέμμα και ξακολούθησε να διαβάζη.

Έρχουνται σα χάδι, είναι έτσι όπως ένας άντρας κοιτάζει τη γυναίκα του και της λέει: «Για μένα δεν υπάρχει άλλη γυναίκα από σε.» Η γυναίκα μου έπειτα από μια σιγή τόση μικρή, που μόλις την παρατήρησα, ξακολούθησε: — Βέβαια δε σ' ευχαρίστησα ακόμα που μ' έμαθες να πιστεύω ό,τι πιστεύεις και συ, όμως χαίρουμαι γι' αυτό. Δεν μπορείς να το αιστανθής ποτέ. Κάθε μέρα που περνά με κάνει πλουσιότερη.

Μου ήρθαν όμως εκείνον τον καιρό τόσο άσχημες και μωρές ιδέες. Η φωνή της έγινε όπως ενός παιδιού, που έκαμε κάτι κακό, και μ' έκαμε να γελάσω όταν την άκουσα. — Όχι, μη γελάς, ξακολούθησε. Γιατί είναι αλήθεια πως πίστευα πως δε με νοιώθεις και το είπα μάλιστα. Μπορείς να με συχωρέσης; Μιλούσε τόσο σοβαρά, που με συγκίνησε.

Η Ξενειτειά του παιδιού είναι βαρύτερη· γιατί κι' ο πόνος είναι βαθύτερος και πλατύτερος, και το κορμί αδυνατώτερο ... από τα γεράματα: Και κουνιώντας το κεφάλι ξακολούθησε: Ωχ! λελέ μ'! Αλλωνών μαννάδων τα παιδιά πάνε κι' έρχονται, και μόνο το δικό μου, που το λεν όλοι προκομμένο στα γράμματα και στους λογαριασμούς, δε βρίσκει δρόμο να φανή!.. Δεν είταν να μην είχε όλες αυτές τες χάρες, και να πάη και νάρχεται κάθε τρία χρόνια; Σ' αυτό εγώ φταίω!

Η γριά, γυρίζοντας από τ' ανηλιακό αγκουσεμένη, έλεγε μοναχή της: — Να καλοδεχτώ και να καλοδεχτώ μου λέει πάντα ο κόσμος, κι' ο γυιόκας μ' δεν ηύρε ακόμα δρόμο νάρθη! Κάθησε πάλι σιμά στη γωνιά γονατιστή και ξακολούθησε να κουβεντιάζη μονάχη της: — Μωρέ δε με μέλλ' γι' άλλο, παρά μην τα κλείσω και μείνη αυτό το άτυχο στους πέντε δρόμ'ς!

Όταν λοιπόν του διάβασε ο Σβάντε δυνατά από το βιβλίο, τονέ ρώτησε η μαμά: — Για ποιόνε λέει το βιβλίο; Κ' επειδή ο Σβεν δεν ήξερε τι ναπαντήση, ξακολούθησε η μαμά: — Για τα μεγάλα αδέρφια σου. Δεν καταλαβαίνει ο Νέννε; Νέννε λέγαμε το Σβεν. Είχε βρει τόνομα μόνος του, γιατί δεν μπορούσε να προφέρη το Σ. — Μα ταδέρφια δεν τα λένε όπως λέει το βιβλίο, δοκίμασε να πη ο Νέννε.

Μα σε όλα, όσα της ανάπτυξα, απάντησε σα να μη με άκουγε πια· κι άμα σώπασα, ξακολούθησε την ίδια σειρά των στοχασμών της: — Γιατί είμαστε συ και γω πιο ευτυχισμένοι από τον άλλον κόσμο; Το είπε με τόση σοβαρότητα, σα να μελετούσε μονάχα ένα γνωστό και παραδεγμένο περιστατικό, και πρόστεσε: — Βρίσκω πως όλοι οι άλλοι είναι δυστυχισμένοι, όταν τους συγκρίνω με σε και με.

Και για να μην την ερεθίσω περσότερο, προσπάθησα να της απαντήσω μ' έναν τόνο όσο το δυνατά φαιδρότερο: — Αυτό είναι το μόνο κρίμα, που έχεις στη συνείδησή σου; — Όχι, όχι, είπε· απέναντι σου όμως δε γνωρίζω άλλο. Και ξακολούθησε, ενώ με πλησίασε περσότερο: — Μα αυτό είναι το χειρότερο, που μπορούσα να πω και να στοχαστώ. Γιατί γνωρίζω πως κανένας άλλος έξω από σένα δε μ' ένοιωσε.

Και ξέρεις γιατί ήθελα να χωριστώ από σένα; Ναι, γιατί το γνώριζα καλά πως θα γινότανε μια μέρα και γι' αυτό ήθελα να γίνη καλήτερα όσο είσουνα νέος και δυνατός και μπορούσες να με ξεχάσης σε λίγο και να γίνης ευτυχισμένος με μιαν άλλη. Σώπασε μια στιγμή και τα μάτια της γεμίσανε δάκρυα. Έπειτα ξακολούθησε κ' η φωνή της είτανε ξανανιωμένη. — Ύστερα ήρθε ο μικρός Σβεν, Γιώργο, κι αλλάξαν όλα.