United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθώς μου βαρείς χορεύω, καπετάν Βασίλη. Τι θέλεις να σου ειπώ; Μου μιλάς για παντρειά σαν να θέλης να σηκώσω ένα σακκί στον ώμο. Καλά, το εσήκωσα· κ’ έπειτα; Να σου ξεμολογηθώ λοιπόν σαν πατέρα μου· νέτασκέτα. Όρεξι δεν έχω να ζήσω πια· Δεν ξέρω γιατί· μα δεν έχω. Γνωρίζεις πως εδούλεψα από τα μικρά μου χρόνια. Όσο είχα εμπρός μου εκείνα τα κορίτσια ήθελα να ζήσω και να δουλέψω.

Πώς ιδιοποιείται, δίχως πνεύμα, το πνεύμα των άλλων! Πώς καταστρέφει ό,τι κλέβει! Πώς με αηδιάζει! Αλλά δε θα με αηδιάση πια· είναι πολύ νάχη διαβάση κανείς λίγες σελίδες του αρχιδιακόνου. Ήτανε στο τραπέζι ένας κύριος σοφός, με καλαισθησία, που υποστήριζε ό,τι έλεγε η Μαρκησία.

Χάμου έπειτα οχ την άμαξα κατέβηκε και τούπε «Γέρο, μαζί σου εγώ ως εδώ θεός αιώνιος ήρθα, 460 εγώ ο Ερμής, τι μ' έστειλε κάτου οδηγό σου ο Δίας. Μα τώρα θα σ' αφίσω πια· δε θέλω να προβάλω στα μάτια τ' Αχιλέα ομπρός, τι δα 'ναι κατηγόρια θεός να δείχνει ορθάνοιχτα σ' αθρώπους έτσι αγάπη.

ΞΕΝΟΣ Κυρά μου, μη φοβάσαι πια· καλά είμαστ' εδώ πέρα. ΠΡΑΞΙΝΟΗ Πάντα καλά νάσαι και συ και πάντα καλό νάχης που αληθινά με νοιάζεσαι και με φροντίζεις τόσο. Είσαι καλός και σπλαχνικός. Στρημώνετ' η Ευνόη μέσα στο πλήθος το πολύ· εμπρός, Ευνόη, σπρώξε, σπρώξε και συ. Πολύ καλά. Τέλειωσε. Όλες μέσα· όπως θε νάλεγε κι αυτός που κλει τη νύφη απόξω.

Οι άλλοι βοϊδολάτες, με τις μπλούζες τις σβουνιασμένες, τα στρυμένα κι αξάγκλεγα γένια τους, εκράταγαν πλάτες πίσω κι ομπρός με τις μακριές τους βουκέντρες. Μην προγκήξη αγριεμένο το κοπάδι καταπίσω, και ξεσπάση μέσα τον κάμπο, και τρέχα γύρεβε πια· πόδια μου, ποδαράκια μου.

Έναν αυφέντη μοναχά γνωρίζομε στον κόσμο, εσένα δε σε σκιάζομαι μηδέ σε λογαριάζω. ΓΟΡΓΩ Σώπαινε πια· τον Άδωνι θα τραγουδήση τώρα η τραγουδίστρα η ξακουστή, η κόρη της Αργείας, εκείνη που την βράβεψαν πέρσι στο μυρολόγι. Κάτι καλό θε να μας 'πή· να, τη φωνή ακονίζει.

Σ' αυτά τα λόγια η Αμινά πήρε ένα φλάουτο από μια θήκη με κίτρινο σατέν και την έδωσε στην Σεραφεία, που τραγούδησε αρκετά τραγούδια με την συνοδεία του. Όταν κουράστηκε είπε στην Αμινά. «Αδελφή μου, δεν μπορώ πια· σε παρακαλώ έλα και πάρε την θέση μου

Πόσα καλά μας έκανεν ο Πτολεμαίος αφότου πέθανεν ο πατέρας του! Κανείς ληστής δεν πιάνει στο δρόμο τους διαβάτες πια· κανένας από κείνους που πλάνευαν με ψεύτικα και κλέφτικα παιγνίδια. Γοργώ μου, τι θα γίνωμε; πώπω τι κόσμος πούνε! Να τάλογα του βασιλιά. Κύττα μη με πατήσης, φίλε μου συ. Σηκώθηκε στα πισινά ποδάρια αυτό το κόκκιν' άλογο' για 'δές τι άγριο πούνε!

Πιος άλλος, πες, κι' απ' τους στερνούς θα δει καλό από σένα αν οχ τη μάβρη συφορά τους Αχαιούς δε βγάλεις; Άσπλαχνε, η Θέτη μάννα σου, πατέρας σου ο Πηλέας δεν είναι· εσένα θάλασσα σε γέννησε αφρισμένη και γκρεμοβράχια, τι θεριού καρδιά 'χεις μες στα στήθια. 35 Μα αν ίσως σου δειλιάει καμιά το νου σου προφητεία πούχε απ' το Δία ακούσει πριν η σεβαστή σου η μάννα, μα άφισε καν να σύρω εγώ, μαζί μου ας βγουν και τάλλα τα παλικάρια μήπως δει μια στάλα φως τ' ασκέρι . Και δάνεισε μου τ' άρματα, σα βγω, τ' αστραφτερά σου, 40 ίσως ότι είμαι τάχα εσύ νομίζοντας με οι Τρώες σταθούν, κι' έτσι ανασάνουνε οι παινεμένοι Αργίτες πούλιωσαν πια· τι λιγοστή απ' τη σφαγή είναι ανάσα.

Εγώ σε τέτοια ζητήματα δεν ανακατώνουμαι πια· μα μου φαίνεται, με τα μικρά μου τα μυαλά, πως θα είταν καλό και θα ταίριαζε, να μας χάριζαν πρώτα οι δασκάλοι κανένα παραμυθάκι με μια σταλιά φαντασία, κ' ύστερα να μας ανεβάσουν τη γλώσσα τους ίσια με τον ουρανό. Θα είταν ο πιο σωστός τρόπος να μας απαντήσουν και να μας δείξουν πως έχουμε άδικο.