United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σύρε, κι' εγώ στον Πρίαμο μηνάω πως στα καράβια να πάει το λατρεμένο του παιδί να ξαγοράσει με δώρα που τα σωθικά να γιάνουν τ' ΑχιλέαΈτσι είπε, κι' άκουσε η θεά, η Θέτη η λεφκοπόδα, 120 κι' οχ του Ελύμπου τις κορφές κατέβηκε πετώντας, και στην καλύβα απέ έφτασε του γιου της.

Βγήκαν παραβλάσταρα στον τόπο της, έγιναν κι απ' αυτά μερικά μεγάλα Κράτη, μα η καθαυτό Ρώμη δε ζούσε. Και δε ζούσε, γιατί μήτε πόρους δεν είχε στα γερατειά της, μήτ' έθνος εφτάψυχο περίγυρά της, μήτ' άλλα φυσικά προσόντα να τη θρέφουνε και να τη διαφεντεύουν, καθώς διαφέντευαν τη θετή της κόρη, την Κωσταντινούπολη. Γερμανός βασιλέας τη σαβάνωσε με την πορφύρα του στα 476, ο Οδοάκερος.

Ιδού αστράπτει ο μαΐστρος κ' εκρήγνυται αποτόμως χιονώδης θύελλα, σκοτεινόν προβέντσοχιονιά και κακόθάλασσα κιαμέτιΩρύετο δε ο καπετάν-Φώκας, προσπαθών προς βορράν να θέτη πάντοτε την πρώραν του μπάρκου, μη διακρίνων ουδέ το δάκτυλόν του εκ της επελθούσης εν ημέρα πυκνής σκοτίας. Αλλ' η θύελλα ήτο απροσμάχητος κ' έστρεφε προς νότον το σκάφος.

Τώρα φοβούμαι δυνατά, μη σε πλανέσ' η Θέτη, Η κόρ' η ασημόποδη του θαλασσένιου γέρου. Ταχύ σιμά σου κάθησε, κ' έπιασ' τα γόνατά σου. Θαρρ' ότι συγκατάνευσες πιστά για να τιμήσης Τον Αχιλλέα, κι' Αχαιούς πολλούς να αφανίσης.

Κι' η Θέτη πηδά απ' τ' ολόφωτο βουνό μες στου γιαλού τα βάθια, κι' ο Δίας πάει στον πύργο του. Κι' όλοι οι θεοί μπροστά του αντάμα προσηκώθηκαν απ' τα καθίσματά τους, μήτε αποκότησε κανείς να μείνει σαν τον είδαν 535 που σίμωνε, μον όλοι τους στέκουν μπροστά του ολόρθοι. Τότε έτσι ο Δίας κάθησε στο θρόνο του.

Έτσι όλη νύχτα ολόγυρα στον ξακουστό Αχιλέα νεκρόκλαιγαν με στεναγμούς τον Πάτροκλο οι συντρόφοι. 355 Κι' η Θέτη τότες έφτανε στον πύργο του Ηφαίστου, 369 άλιωτο αστρένιο, απ' των θεών πιο πίσημο των άλλων, 370 χαλκένιο, που τον έφτιασε ατός του ο Κουτσοπόδης.

Ποίον τέλος λοιπόν έχει αυτός ο λόγος μας και τι θέλει να μας φανερώση με αυτά που λέγει; Προφανώς το εξής, ότι βεβαιότατα και ο εμπνευσθείς από τον Δία νομοθέτης του τόπου τούτου, και πας άλλος ο οποίος έχει έστω και την μικροτέραν αξίαν, δεν θα αποβλέπη εις άλλο τίποτε, όταν θέτη τους νόμους, παρά εις την μεγαλιτέραν αρετήν πάντοτε.

Ή αν κανείς νομίζη ότι διαιρεί τους αριθμούς εις είδη, εάν χωρίση μίαν μυριάδα από όλους τους άλλους, ως να είναι τούτο έν χωριστόν είδος, και επομένως θέτη έν όνομα εις όλους τους υπολοίπους αριθμούς και εξ αιτίας πάλιν του ονόματος αυτού έχη την απαίτησιν να αποτελήται έν γένος διάφορον από εκείνο.

Αλλά συ, Ζευ Ολύμπιε, σοφέ, τίμησε μέ τον· Και έως τότε δύναμιν τους Τρωαδίτας δίδε, Έως οπού οι Αχαιοί τιμήσουν τον υιόν μου, Και έως ότου με τιμήν τον υπερμεγαλώσουν. Έτσ' είπ' αυτή· όμως ο Ζευς ο συννεφοσυνάχτης Τίποτε δεν την λάλησε, κι' ολό' 'στεκε σιωπώντας. Η Θέτη δε σαν έπιασε τα γόνατα, κρατηούνταν Σφιγμένη· και το δεύτερον τον ερώτησε πάλε. Αληθινά υποσχέσου με, και δέξου, ή αρνήσου.

Κι' η αργυρόποδη θεά της απαντάει, η Θέτη «Και τι με θέλει, αφτός θεός μεγάλος; Τι δειλιάζω 90 θεούς να σμίγω, κι' αχ με τρων τόσα σκουλήκια εμένα. Μα ας πάω! Το λόγο του, ότι πει, δε θαν τον πει του κάκουΈτσι είπε η σεβαστή θεά, και παίρνει μια της μπόλλια μάβρη, που πιο βαθύ σκουτί δεν είχε ο κόσμος άλλο.