United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' η Θέτη πηδά απ' τ' ολόφωτο βουνό μες στου γιαλού τα βάθια, κι' ο Δίας πάει στον πύργο του. Κι' όλοι οι θεοί μπροστά του αντάμα προσηκώθηκαν απ' τα καθίσματά τους, μήτε αποκότησε κανείς να μείνει σαν τον είδαν 535 που σίμωνε, μον όλοι τους στέκουν μπροστά του ολόρθοι. Τότε έτσι ο Δίας κάθησε στο θρόνο του.

— «Πέκι εή, κουζούμ, πέκι εή», μουρμούριζε το Ουρί από το καφάσι. «Πρόσεχε μοναχά, γιατί έρχεται ο Εφέντης». Γυρίζει από την άλλη ο Ηλίας, και βλέπει τον Αγά και σίμωνε σιγοπερπατώντας γιαλό γιαλό. Βγαίνει και τον ανταμώνει. Καταχάρηκε ο Αγάς σαν τον είδε. — Και πού είναι τα κιουτάπια σου, του λέει. — Έφεντημ, του κάνει ο Ηλίας, με τα κιουτάπια ρωμαίικα ποτές δε θα μάθης.

Κι' όπιο σημαντικό αρχηγό ή πρόκριτο απαντούσε, σίμωνε και με φιλικά τόνε σταμάταε λόγια «Ντροπής σου, αδρέφι, να δειλιάς σαν πρόστυχος! Μον κάθου 190 κι' εσύ ήσυχος, περιόριζε και τ' άλλα παλικάρια. Τι δεν καλοκατέχουμε ακόμα σαν τι πράμα έχει στο νου τ' Ατρέα ο γιος· μας δοκιμάζει τώρα, μα θα παιδέψει γλήγορα των Αχαιών τα' ασκέρι. Ότο είπε μέσα στη βουλή δεν τ' αγρικήσαμε όλοι.

Επειδή δεν το θαρρούσανε σωστό, αφού σίμωνε ο χειμώνας, να εμπιστευθούνε στη θάλασσα μεγαλύτερη αρμάδα. Κι ο στρατηγός, αφού αμέσως την άλλη μέρα ανοίχτηκε στο πέλαγο, καθίζοντας στο κουπί τους ίδιους τους στρατιώτες, έπεφτεν επάνω στα χτήματα των Μιτυληνιών, που ήτανε στ' ακρογιάλια.

Όσο πήγαινε σίμωνε η περπατηξιά, ώσπου φάνηκε κάτι σα γυναικήσιο κορμί μπροστά του, κάτι που το σκέπαζε φερετζές. Κάνει να της μιλήση, και πιάνεται η μιλιά του. Ξεχύνεται να την πάρη στην αγκαλιά του, μα η γυναίκα απλώνει φοβισμένη το χέρι και του λέει να μη σμίξη κοντά της. Έχει μήνυμα να του πη.

Τα συλλογιούνταν όλ', αυτά η δύστυχη, και σαν απόκαμναν τα γόνατά της από τη θλίψη και από την τρεμούλα της κούρασης και την έσπρωχνε Τούρκος πίσωθέ της με την κάννα του τουφεκιού, θόλων' ο νους της, πλημμύριζε η καρδιά της, και με χείλη στεγνά, με μάτια ορθάνοιχτα από την απελπισιά, σίμωνε τον Αρβανίτη τον αρχηγό, και με λόγια που πέτρες θα ράγιζαν τον παρακαλούσε τον άγριο να τη λυπηθή και να την αφήση να πάη ν' αποθάνη κοντά στον αγαπημένο της.