United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


— «Πέκι εή, κουζούμ, πέκι εή», μουρμούριζε το Ουρί από το καφάσι. «Πρόσεχε μοναχά, γιατί έρχεται ο Εφέντης». Γυρίζει από την άλλη ο Ηλίας, και βλέπει τον Αγά και σίμωνε σιγοπερπατώντας γιαλό γιαλό. Βγαίνει και τον ανταμώνει. Καταχάρηκε ο Αγάς σαν τον είδε. — Και πού είναι τα κιουτάπια σου, του λέει. — Έφεντημ, του κάνει ο Ηλίας, με τα κιουτάπια ρωμαίικα ποτές δε θα μάθης.

Πηγαίνει ομπρός ο Θοδορίχος, κ' εκεί που ζητούσε «Ρωμαίους», ανταμώνει τους συμπατριώτες του με το Θεοδορίχο, κι αρχίζουν αμέσως τα συνηθισμένα τους, διαγουμίζουνε δηλαδή και κουρσεύουν ο ένας τον άλλον.

Αυτή ανταμώνει εις την ωραιότητα ένα πνεύμα τόσον νόστιμον και επιτήδειον, αυτή ηξεύρει διάφορες γλώσσες· ομοίως ακόμη την αριθμητικήν, γεωγραφίαν, φιλοσοφίαν, μαθηματικήν, τους νόμους και κοντολογής όλες τες επιστήμες· μα η ωραιότης της και η μάθησίς της μένουν εις τα σκότη, από μίαν σκληροκάρδιον απανθρωπότητα που έχει χωρίς παράδειγμα.

Γέρος όμως όντας ο Αθαναρίχος και στοχαζούμενος άνθρωπος, αντίς να κάθεται και να συλλογιέται πολέμους και σφαγές, πηγαίνει ίσια στο Θεοδόσιο και του προτείνει να συθηκέψη μαζί του. Κι ο Θεοδόσιος: τι άλλο ήθελε; Βγαίνει και τον ανταμώνει απέξω από την Πρωτεύουσα, έπειτα τον παίρνει μέσα και του κάμνει μεγάλες και βασιλικές τιμές. Πήγε να τα χάση ο Αθαναρίχος.

Ένας του όμως Ούνος αξιωματικός χτυπήσαντας μερικούς Πέρσους, έμαθε από αιχμαλώτους πως ο περσικός στρατός σκόπευε να τραβήξη ίσια στην Αντιόχεια. Ξεκινάει λοιπόν ο Βελισάριος κι ανταμώνει τους Πέρσους λάφυρα φορτωμένους κοντά στον Καλλίνικο.

Πρι να βραδιάση αυτή η μέρα, θα ξαναγυρίσης και θα μου ζητάς συβουλές. Κουρέλλι τόκαμε τόνομά σου ο κόσμος, και γλήγορα θα το δης. Τράβηξε ο Δημήτρης κατά το σπίτι του, κι ο Μιχάλης πάλε κατά ταργαστήρια. Πηγαίνοντας κατά ταργαστήρια, ανταμώνει ο Μιχάλης τον Πανάγο, ό τι γύριζε από το καφενείο. Ταποξεχνάει όλα μες σε μια στιγμή και γλυκοχαιρετάει τον αξάδερφό του. — Και για πού; ρωτάει ο Μιχάλης.

Φεύγει από τη Νικομήδεια και σέρνει βορειοδυτικά να βρη τον πατέρα του. Τον ανταμώνει και τον ακολουθάει ως τη Βρεταννία. Πρωτεύουσά του είχε ο Κωστάντιος στη Βρεταννία τη Γυόρκη. Από κει πολεμούσε τους Πίχτους, εκεί τέλος απέθανε και στα 306.

Γυρίζει η κόρη 'ςτο χωριό, της μάνας της το λέει: — Γλυκειά μανούλα, για νερό 'ςτή βρύση που με στέλνεις Κάθε βραδειά πεντάμορφος λεβέντης μ' ανταμώνει, Που ροβολάει απ' τα βουνά αλαφοκυνηγώντας.

Κατά τες δυτικές Οχθιές της, που ανάμεσ' απ' αυτή κι από σειρά χαμηλών βουνών απλωμένων από βοριά σε νότο σχηματίζεται μια μικρή κοιλάδα, στενή λουρίδα, που ανταμώνει τον πέρα με τον δώθε πλατύκαμπο, συμπυκνώνεται η πόλη του Γιαννίνου σε μεγάλο άπλωμα, με τα βυζαντινά κι αλή-πασαλήτικα κάστρα της, χωμένα μέσα στη λίμνη, με τους στενούς και λιθόστρωτους δρόμους, τα παλιά σπίτια και σαράγια, τα μπεζιστένια, τες εκκλησιές και τα σκολιά, με τες πικνές σκεπές και τα πολλά δέντρα και με τους δεκαοχτώ μιναρέδες της, που με περίσσιο θράσο πετιούνται απάνου από κάθε χτίριο και κάθε κλαρί κι οπού τα κατακίτρινα μεσοφέγγαρά τους αστραποβολούν στον ήλιο.

Ξετινάζουν αποπάνω τους ό,τι πολιτισμό τους είχε δοσμένο η καινούρια πατρίδα τους, και χυμίζουνε σαν πρώτα αγριεμένοι, αχόρταγοι, λυσσαγμένοι. Ως τα πρόθυρα της Πρωτεύουσας αποκότησαν κ' ήρθανε. Βγαίνει τότες ο Ρουφίνος, ανταμώνει τον Αλαρίχο, και πασκίζει με κάθε τρόπο να τον καθησυχάση.