United States or China ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ψηλά ψηλά, μες τα κράκουρα, ξανοίγονταν απάν' από τα βουνά στενή μακρουλή λουρίδα αστερωμένου ουρανού. Έδεσε τ' άλογο σε μια λεύκα ο Φώτος κι ακούμπησε κι αυτός σ' ένα κοντρί κεβυθίστηκε σε συλλοή. Ούτ' εφαίνονταν αν ζούσε χωμένος μέσα στον άδη τούτο τ' απάνου κόσμου.

ΑΜΛΕΤΟΣ Την Πολωνίαν όλην αποβλέπει τούτος ο πόλεμος, ή μόνον κάποιο σύνορό της; ΛΟΧΑΓΟΣ Την αλήθειαν θα ειπώ· εκίνησε ο στρατός μας μόνον διά να κερδίση μιαν λουρίδα τόπον, οπού μόλις αξίζει, Κύριε, τ' όνομά της. Δεν την έπαιρνα εις πάκτο ουδέ δουκάτα πέντε, ουδέ πλειότερα θα λάβη αν την μισθώση ο Νορβηγός ή ο Πολωνός. ΑΜΛΕΤΟΣ Τότε βεβαίως ο Πολωνός δεν θέλει την υπερασπίση.

Το χαρτί δεν το ξεδιάλυνε καθαρά. — Μάγια; είπε η μητέρα μου. — Ίσως ναι, ίσως κιόχι. Δε σούπα πως δε ξεκαθαρίζεται; Μα θα του περάση, άνε του κάμης ό,τι θα σου πω. Από τη βούργια, που φύλαγε το μοιροχάρτι του, έβγαλε μια λουρίδα χαρτί, γραμμένη έτοιμη, κείπε της μητέρας μου: — Αυτό το φυλαχτάρι να το τυλίξης με κεροπάνι, να το ράψης και να του το κρεμάσης στο λαιμό. Να το κρατή κατάσαρκα.

Και αφού τέτοιας λογής ήταν η πρόθεση των άλλων, ανάγκη πάσα να ταιριάζαμε και μεις την πολιτική μας ανάλογα. Ως τόσο καλά. Έγινε ό,τι έγινε. Διώχτηκε, ξεπαστρεύτηκε ο Τούρκος από την Ευρώπη, εξόν από μιαν ασήμαντη λουρίδα γης στη Θράκη. Τώρα έρχεται η μοιρασιά στη μέση, το φάσμα το αθώρητο, το τρομερό.

Κατά τες δυτικές οχθιές της, που ανάμεσ' απ' αυτή κι από σειρά χαμηλών βουνών απλωμένων από βορριά σε νότο σχηματίζεται μια μικρή κοιλάδα, στενή λουρίδα, που ανταμώνει τον πέρα με τον δώθε πλατύκαμπο, συμπυκνώνεται η πόλη του Γιαννίνου σε μεγάλο άπλωμα, με τα βυζαντινά κι αληπασαλήτικα κάστρα της, χωμένα μέσα στη λίμνη, με τους στενούς και λιθόστρωτους δρόμους, τα παλιά σπίτια και σαράγια, τα μπεζιστένια, τες εκκλησιές και τα σκολιά, με τες πυκνές σκεπές και τα πολλά δέντρα και με τους δεκαοχτώ ψηλούς μιναρέδες της, που με περίσσιο θράσο πετιούνται απάνου από κάθε χτίριο και κάθε κλαρί κι οπού τα κατακίτρινα μεσοφέγγαρά τους αστραποβολούν στον ήλιο.

Και ψηλά ψηλά, μες τα κράκουρα, ξανοίγονταν απάν' από τα βουνά στενή μακρουλή λουρίδα αστερωμένου ουρανού. Έδεσε τ' άλογο σε μια λεύκα ο Φώτος κι ακούμπησε κι αυτός σ' ένα κοντρί κ' εβυθίστηκε σε συλλοή. Ούτ' εφαίνονταν αν ζούσε χωμένος μέσα στον άδη τούτο τ' απάνου κόσμου.

Κεντάει του ουρανό με τα λαμπρά του αστέρια, Την γη με τα πολλά και με τα ωραία λουλούδια, Κεντάει κ' ένα βουνό ψηλό ψηλό και μέγα· Το χάραμμα γλυκά προβάλλειτην κορφή του, Και βάφεται η κορφή και τουρανού η λουρίδα Ροδόλευκη. Νερά καθάρια κι' ασημένια Τα διάπλατα πλευρά ξετρέχουν κι' αυλακώνουν Χιλιόχρονα, παλιά, βαθιά, ισκιωμένα ορμάνια Κεντάειτες λαγκαδιές με πράσινο μετάξι.