United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κεντάει του ουρανό με τα λαμπρά του αστέρια, Την γη με τα πολλά και με τα ωραία λουλούδια, Κεντάει κ' ένα βουνό ψηλό ψηλό και μέγα· Το χάραμμα γλυκά προβάλλειτην κορφή του, Και βάφεται η κορφή και τουρανού η λουρίδα Ροδόλευκη. Νερά καθάρια κι' ασημένια Τα διάπλατα πλευρά ξετρέχουν κι' αυλακώνουν Χιλιόχρονα, παλιά, βαθιά, ισκιωμένα ορμάνια Κεντάειτες λαγκαδιές με πράσινο μετάξι.

Τι στέκουν χάμου στου Διός τον πύργο διο πιθάρια, με δώρα τέτια που σκορπάει, κακά — ή καλά μες στ' άλλοκι' ο Δίας σ' όπιους κι' απ' τα διο ανάκατα χαρίσει. πότες θα σμίξουν με χαρές και πότες με λαχτάρες· 530 μα άσκημα αν δώκει, πρόσωπο θεού ποτές δε βλέπεις, και μυίγα σε κεντάει κακή απ' άκρες γης ως άκρες κι' ατίμητος από θεούς λυσσογυρνάς κι' αθρώπους.

Αφορμή ας μη το κεντάει, Τρέχει, ρίχνεται, πηδάει· Κι' αν δεν έχει τι να κάμη Κολυμπάει μες το ποτάμι. Κι' όποτε δεν είναι χρεία. Τότε πρόφασι κι' αιτία Βρίσκει ευτύς στη θέλησί του Ν' αναπάψη το κορμί του. Στη συχνή τρυφήν εκείνη, Στην πολλή του γεροσύνη, Αρχινάει ν' αποσταίνη, Κάθε τι να το χορταίνη.

Αφορμή ας μη το κεντάει, 415 Τρέχει, ρίχνεται, πηδάει· Κι' αν δεν έχει τι να κάμη Κολυμπάει μες το ποτάμι. Κι' όποτε δεν είναι χρεία, Τότε πρόφασι κι' αιτία 420 Βρίσκει ευτύς στη θέλησί του Ν' αναπάψη το κορμί του. Στη συχνή τρυφήν εκείνη, Στην πολλή του γεροσύνη, Αρχινάει ν' αποσταίνη, 425 Κάθε τι να το χορταίνη.

Διαμάντια, ασήμι μάλαμα και βιο δε σου ζητούσα, Τάμμα την κόρη σου ήθελα οπού την αγαπούσα. Και τώρα που το στέριωσα, θα πάω να την ευρώ. Και πάει και ρίχνεται κι' αυτός μέσ' 'ς τ' Άσπρου το νερό. 'Στήν άκρη του γιαλιού ξανθή καθέται κόρη Κι' ωρηόπλουμο λευκό χρυσοκεντάει μαντήλι, Μαντήλι του γαμπρού του γάμου της κανίσκι, Την θάλασσα κεντάει με τα νησιά της όλα.

Παραστρατίζει ο καλός σου ο Μπέης από τη δεμοσιά, και πάει απάνου στο Βαθυλάκομα. Σαν πήγε απάνου στο Βαθυλάκωμα, κεντάει τάλογό του, βυθίζει τα σπερούνια σταλόγου την κοιλιά. Φρενιάζει τάλογο, σαλτάρει, κολλάει απάνου στο βράχο πούταν ο Αργύρης γερμένος.

Κ' επιάστηκαν σε πόλεμο, και επιάστηκαν σ' αμάχη, Ποιος ζήση απ' όλους να ριχτή την ώμορφη ν' αρπάξη. Ο παντρεμμένος έφτακε καββάλα 'ςτ' άλογό του. Κ' εκεί που εκείνοι αμάχονται και ένας χτυπάει τον άλλον, Βγάζει το δαμασκί σπαθί, οφίγγεται μέσ' 'ς τη σέλλα, Κεντάει τ' αλόγου τα πλευρά και ρίχνεταιτη μέση Χτυπάει εδώ και σφάζει εκεί κι' ολούθε τάφο ανοίγει.

Μπα μπα σε καλό σου! ακούστηκε πίσω του η φωνή της κόρης. Ακόμα δεν ήρθες κ' έπιασες τη δουλειά! — Δε μένει καιρός για καθισό, Ελπίδα· ούτε στιγμή δε μένει καιρός... Εκεί κάτου στο σπίτι μας μουχλιάζει κανείς· είνε ναρκωμένος ο αέρας. Εδώ φυσάει δροσερός και ζωογόνος. Κεντάει τα νεύρα μου στη δουλειά, σαν το σπιρούνι το γερό τ' άλογο.

ΑΜΛΕΤΟΣ Θα σας προφθάσω ευθύς· προπορευθήτε ολίγο. Ω! πώς κάθε αφορμή μ' ελέγχει και κεντάει την ναρκωμένην τόσο εκδίκησιν μου! Τι 'ναι ένας άνθρωπος αν έχη ευτυχίαν μόνην και ωφέλειαν της ζωής να τρώγη, να κοιμάται; Κτήνος και μόνον τούτο.