United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φαντασθήτε, τι κατάρα για την κόρη ενός πάπα, δεκαπέντε χρονών, που σε τρείς μήνες δοκίμασε τη φτώχεια, τη σκλαβιά, εβιάστηκε σχεδόν κάθε μέρα, είδε την μητέρα της κομμένην στα τέσσερα, δοκίμασε την πείνα και τον πόλεμο και να πεθαίνη πανωλική στην Αφρική! Ωστόσο δεν πέθανα· αλλ' ο ευνούχος μου κι' ο μπέης μου και σχεδόν όλο το σαράι πεθάνανε.

Παραστρατίζει ο καλός σου ο Μπέης από τη δεμοσιά, και πάει απάνου στο Βαθυλάκομα. Σαν πήγε απάνου στο Βαθυλάκωμα, κεντάει τάλογό του, βυθίζει τα σπερούνια σταλόγου την κοιλιά. Φρενιάζει τάλογο, σαλτάρει, κολλάει απάνου στο βράχο πούταν ο Αργύρης γερμένος.

Οι πύργοι του ακόμη σώζονται σπαρμένοι εδώ κ' εκεί σε όλα τα κορφοβούνια, από τον Αρχάγγελο ως τη Μονοβάσια, δόξα στ' όνομά του και ντροπή στους δούλους του. Μα καμμιά φορά τα πλούτη και η δύναμις δεν φέρνουν τη χαρά και την ανάπαυσι. Ο Μπέης και η Μπέησα είχαν ακοίμητη οχιά τη λύπη που δεν αποχτούσαν ένα παιδί.

Καμιά φορά, το λοιπόν, πάει ο Μπέης κρυφά και χώνεται ανάπλαγα μες το λόγκο, οπαράδιζε ο Αργύρης κάθε αβγή με τα πρόβατα. Πάει εκεί και χώνεται, και λουμώνει και παραμονέβει τον Αργύρη. Αγναντέβει το πώς τάβοσκε και τα διαφέντεβε τα πρόβατά του το βοσκαρούδι. Χαμογέλασε ο τούρκος πίσω από τα κλαδιά. Παίρνει και φέβγει και γέρνει στον πύργο του.

Ήταν κασσέλα κ' έμοιαζε σαν χελώνα· ήταν χελώνα κ' έμοιαζε σαν κασσέλα. Τρέχει ο Μπέης, κατεβαίνει τη σκάλα και του πέφτει στα πόδια. — Αμάν γέροντά μου· σώσε μου το χανουμάκι και ό,τι θες από μένα. — Μη φοβάσαι μπρε! του φωνάζει εκείνος άγρια· όσο είμ' εδώ μη φοβάσαι! Μόνον ένα πράμα θα κάμης· να πάρης τη Μπέησα και να φύγης γλήγορα από τον πύργο.

Α! τη σκηνή εκείνη δε θα την λησμονήσω ποτέ στη ζωή μου, καθώς και την άλλη οπ' ακολούθησεν ύστερα. Ο καφετζής ο Αζώηρος μας είπεν ότι στα καλά χρόνια του τού την είχε πωλήσει την εικόνα ένας μπέης γείτονάς του, οπώφευγε από τα Γιάννινα κ' εξέκαμε τα σωθέματα του σεραγιού του.

Α! τη σκηνή εκείνη δε θα την λησμονήσω ποτέ στη ζωή μου, καθώς και την άλλη οπ' ακολούθησεν ύστερα. Ο καφετζής ο Αζώηρος μας είπεν ότι στα καλά χρόνια του τού την είχε πωλήσει την εικόνα ένας μπέης γείτονάς του, οπώφευγε από τα Γιάννινα κ' εξέκαμε τα σωθέματα του σεραγιού του.

Την πάλλα του την φυλάν 'ςτήν Πόλι μαζί με τους άλλους θησαυρούς των Σουλτάνων, καθώς μώλεγε ο μπέης μου· είπε ο Σκέντος. Λένε, μα το Θεό, πως και το μάλαγμά της μοναχά γιαίνει αρρώστιες και δείχνει θάμματα.

Κείνη τον εφκήθηκε, τον εφίλησε, τον ξαναφίλησε και πάει στην εφκή της. Έγυρε πάλι στην Αρκαδιά. Πήγε στην Αρκαδιά ολόχαρος και πήγε στη στάνη γελαστός. Ο Μπέης δεν ήξερε πως έλειψε ο Αργύρης, και δεν ένιωσε πως κατέβηκε στο χωριό του. Αποκεί κ' ύστερα, κάθε αβγή ο Αργύρης, νυχτούλια ακόμα, σαλάχαε τα πρόβατα στα βοσκοτόπια. Τα κατέβαζε και στη λίμνα.

Και να διαλαλήσης στο χωριό πως με το ηλιόγυρμα οι χωριανοί να κλειώνται στα σπίτια τους συφάμελοι για τρεις ημέρες. Ο Μπέης και η Μπέησα στην αρχή δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να φύγουν και ν' αφήσουν μοναχή τη θυγατέρα τους. Μα ο γέροντας επίμενε ακλόνητος στον λόγο του. — Αν δεν θέλτε είπε· αφήστε την να πεθάνη. Τέλος έφυγαν οι γονέοι και ο γέροντας έμεινε ολομόναχος με την ομορφονιά.