United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Της έδοσε μια παρηγοριά της δύστυχης και την είπ' Αργύρη την παρηγοριά της. Τον τάγιζε φιλιά, οπού λες, και τον πότιζε μόσχο να μεγαλώση. Με καιρό εμεγάλωσε ο Αργύρης. Έπαιρνε τη φλογέρα του κάθε αβγή κ' επάγαινε κ' ελουζόταν αγνάντια στο Βαθυλάκωμα που το λέμε.

Δεν καταλαβαίνεις πως η Λέλα είναι μια ελαφρά γυναίκα, που πρέπει να παύσης πια να τη συλλογίζεσαι. Ανοησίες. ΦΛΕΡΗΣΕγώ ξέρω τι είναι. Δεν το ξέρεις εσύ. Μη μ' εμποδίζης γιατρέ. Θα την ιδώ, πρέπει να την ιδώ και αμέσως! Δεν μπορώ να έχω πια αυτό το βάρος απάνω στο στήθος μου. Θα τη βρω όπου και νάνε. Όχι, Τάσσο. Όχι. Για την αγάπη της κόρης. Σου το απαγορεύω. Οι παραπάνω, Μ — ΑΡΓΥΡΗΣ

Έλα κοντάμου, παληκάρι, στης Αρκαδιάς τα δάση απάνου, έλα!» Ο Αργύρης θυμώνει, βρίζει, σκούζει, μα ήταν αδύνατο πράμα, και δεν έτυχε νάχη αρματωσιά στο σεχαχλίκι του, για να μπορέση ναντισταθή. Έδοσε μια ο Μπέης, τον άρπαξε στην αγκαλιά του· τον κάθησε πισωκάπουλα στ' αράπικο τάτι του. Εκάρφωσε τα σπερούνια στα πλεβρά ταλόγου, έκαμε τάτι φτερά και δώθε παν οι άλλοι.

Βουτάει μες τα νερά τ' Αργύρη η μάνα κι αρπάζει με χαρά του γιου της το λαμπριάτικο δώρο. Το σήκωσε στην αγκαλιά της και τόσφιγκε τόσφιγκε, λες κ' ήταν ο Αργύρης της μέσα. Ήταν βαριό τόρα το δώρο, γιατ' ήταν λαμπριάτικο πια. Τόσφιγκε τόσφιγκε ανηφορίζοντας τη ραχούλα-ανάπλαγα κατά το χωριό.

Τέλος ο Αργύρης είπε: «δε φελάτε τίποτε κ' οι δυο σας, κρίμαεσάς, κρίμα 'ς!», και προσποιηθείς δυσαρέσκειαν απήλθεν. Οι δύο φίλοι έμειναν μόνοι εξακολουθούντες να εκκενώσι σιγά-σιγά και μεθοδικώς την φλάσκαν. Είχαν ψήσει εις ανθρακιάν ημίσειαν δωδεκάδα κεφαλόπουλα και ουκ ολίγα καβούρια, και το μοσχάτον κατέβαινε μια χαρά κάτω.

Είπαμε μονάχα, γιατί ο καβγάς μας αφτός είναι, πως όρος και κυριολεξία, στο βιβλίο του Εφταλιώτη, είναι η λέξη Ρωμιοσύνη, αφού έχουμε την τύχη με μια μόνη λέξη να λέμε συνάμα και τη βυζαντινή την ιστορία και την ιστορία του ελληνισμού, όπως τον εννοούσαν ίσια ίσια σε κείνη την εποχή, να λέμε μάλιστα και του Ρωμιού τα ψυχολογικά, που θέλησε και δάφτα να τα ξεδιαλίση ο Αργύρης.

Εν τούτοις ο Στεφανής ο πορθμεύς και ο Μπάντας και ο Νυφιώτης ο Γιάννης και ο Αργύρης και ο αδελφός του έλαβον ανά ένα δαυλόν και τα δύο φανάρια, και απεφάσισαν να κατέλθωσι τρέχοντες εις τον Μικρόν Γιαλόν.

Διαβάστε τον Αργύρη, να διήτε στα παραμύθια του μέσα ζωντανή τη ζωή, ζωντανή τη γλώσσα της Ρωμιοσύνης. Εκείνος ο Αργύρης! Ποιος από μας τον αξίζει τον Αργύρη; Μιαν αράδα του Αργύρη μου να διαβάσω, μου έρχεται να ξεσκίσω όσα έγραψα ως τώρα. Και τι να πω για τις Φυλλάδες του Γεροδήμου ; Πετράδια, μαργαριτάρια και διαμάντια. Άπλωσε τα χέρι και τα μαζέβεις.

Χάθηκε μέσα τον κάμπο, συνεπαίρνοντας του χωριού το καμάρι, της καψο-Ζαχαρούλας την παρηγοριά... — Χάι! χάι! Ψαρή μ'... — Οπού λες. Απάνου στης Αρκαδιάς τα πυκνά τα δάσα εκ' ήταν οπέβοσκε τις άπειρες κοπές του Μπέη, του Νάκο-Μήτρα ταρφανό. Κ' εκ' ήταν οπούχε τα μαντριά του. Ήταν κοντά μια λίμνα απόδιπλα. Σαλάχαε ο Αργύρης τα πρόβατα στη λίμνα, να τα ποτίση.

Έβλεπε να καταπίνη ξύλα κι ό,τι ετύχαινε στο ρέμα της· να χάνωνται μαφρούς τα νερά, να βυθίζουν στη μέση της. Ρώτησε ο Αργύρης μαπορία και τρόμο κι άλλους Αρκαδινούς τσοπάνηδες και καθένας τους τούλεγε και μιαν άλλη ιστορία.