United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακούστε να σας πω, άρχοντες, είπεν ο κυρ Φραγκούλης του Φραγκούλη, οι νέοι τούτου του καιρού άλλαξαν πλέον τα φερσίματά τους και την διαγωγή τους. Όσοι μας έρχονται από της Βλαχίες, κι' από άλλα μέρη, έμαθαν εκεί άλλα καμώματα, κι' άλλους τρόπους, κι' αυτά τα καμώματα τα μαθαίνουν και στους άλλους συνομιλήκους τους, τους εδώ. Τι τα θέλετε; Αυτό είνε πράμμα που κολλάει σαν ψώρα.

Βρυκολάκιασες πλεια. Δεν σε κολλάει ο ύπνος, θαπώ; Εσύ μ' αυτά τα δέκατα θα ξεμπερδέψης! — Οκτώ χιλιάδες εμέτρησα σήμερα, κυρα-χήρα. Την πρώτη δόσι! Τ' ακούς; τ' ακούω, πες! — Ναι, μα νάχωμαι και νου μας, εξηκολούθησεν η χήρα τηγανίζουσα, το μέτρο είνε μεγάλο. Κατάλαβες; — Και τι ήθελες, κυρα-χήρα; νάνε ξύγκικο;

Παραστρατίζει ο καλός σου ο Μπέης από τη δεμοσιά, και πάει απάνου στο Βαθυλάκομα. Σαν πήγε απάνου στο Βαθυλάκωμα, κεντάει τάλογό του, βυθίζει τα σπερούνια σταλόγου την κοιλιά. Φρενιάζει τάλογο, σαλτάρει, κολλάει απάνου στο βράχο πούταν ο Αργύρης γερμένος.

ΒΕΡΑΕίναι ανάγκη να τον γνωρίζη κανείς; Φτάνει ότι είναι ένας ασθενής. Επιθυμεί τίποτε ο κύριος; Όχι, ευχαριστώ. Ο υπηρέτης μαζεύει τα πράματα και φεύγει προς το μέρος του ξενοδοχείου. ΒΕΡΑΓια πού μπάρμπ-Αργύρη; Δε μας χαιρετάς; Καλησπέρα σας. Με συμπαθάτε. Κατεβαίνω ως στο γιαλό. Δε με κολλάει ύπνος απόψε. Δεν ξέρω τι έχω και δε με κολλάει ύπνος. Πάω να καμαρώσω τη θάλασσα με το φεγγάρι.

Εγώ, τι να σου πω, δεν μου κολλάει ύπνος απόψε, μ' αυτά τα διαβολοχρήματα. — Αμ' εμένα; — Πρέπει κάτι να τα κάμωμε . . . να τα βγάλωμε από εδώ μέσα . . . γιατί . . . — Κ' εγώ το ίδιο συλλογίζομαι. — Εγώ λέω, γυναίκα . . .

Εγώ σαν τάκουσα, να τι είπα μέσα μου, σου ξεμολογούμαι: «Καλά, ανίσως δεν τον κάμη καλά η χάρι της, μπορεί, το ελάχιστο, να πεθάνη κει δα, να τον θάψω στο βουνό, για να γλυτώσω από έξοδα που δεν έχω, κι' από άλλα βάσανα και μπελάδες». Το χειρότερο, εφοβούμουν, αν πέθαινε στο σπίτι, μην κολλήση τίποτε στα ρούχα, και κολλήσω κ' εγώ. Όλοι μου λέγανε πως το χτικιό κολλάει.

Εκεί θα ξενυχτίσω μου φαίνεται. Καληνύχτα σας. ΒΕΡΑ — Ο καϋμένος ο Αργύρης. Φαίνεται πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος. ΦΛΕΡΗΣΚαλά, Αργύρη. Πήγαινε. Καληνύχτα. Δεν μου κολλάει ύπνος. Δεν ξέρω τι έπαθα απόψε. ΒΕΡΑΔεν υπάρχει θλιβερώτερο θέαμα από ένα μελαγχολικό γέρο. Δεν ξέρω γιατί. . . Μα είνε κάτι τι σπαρακτικό. Κυττάξτε πως πηγαίνει στο φεγγάρι.

Είναι το τρίτο κοριτσάκι που μας ήρθε στα πέντε χρόνια . . . όλο κοριτσούδια, το έρμο! — Να σας ζήση! είπεν η γραία. Καλή σαράντισι της φαμιλιάς σου! — Ως τόσο, το κοριτσάκι ήρθε στον κόσμο άρρωστο, κι' όλο κλαίει, και στο βυζί δεν κολλάει. Κ' η μάνα του η καψερή, τόσο καλά δεν είναι . . . Όλο κάψι και σεκλέτι, το έρμο! Αλήθεια;

Κ' εκεί οπέκλαιε κ' εμοιρολογούσε, κάνει να ξεδιπλώση το πανί και βλέπει στο νερό ξαφνικό μεγάλο. Βλέπει να κατεβάζη το νερό τ' Αργύρη της τη φλογέρα. Βουτάει, χώνεται στα νερά σαν πάπια ως τη μέση, την αρπάζει με δάκρυα στα μάτια, την κολλάει στα χείλη της και τη φιλεί, τη φιλεί, τη φιλεί. Μα δεν ήξερε τι να στοχαστή κιόλα, και βάνει με νου της χίλιες δυο συφορές και κακά.