United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πρώτα ο γερο-Νέστορας πιάνει να πει διο λόγια «Πιανού το λέει, ορέ, η καρδιά, και στο σκοτάδι μέσα κοτάει ως στους λιοντόψυχους Δαρδάνους να ζυγώσει, 205 μήπως στις άκρες κάνα οχτρό συλλάβει, ή κι' ίσως πάρει τίποτα λόγο τους, σαν τι στο νου τους μελετάνε, :ναν τόχουν τάχα απόφαση αφτού να καρτερέψουν κοντά στα πλοία, απ' το καστρί αλάργα, ή θα γυρίσουν στη χώρα, αφού το στράτεμα μάς νίκησαν στη μάχη. 210 Ίσως τ' αφιγκραστεί όλα αφτά, κι' αν μας γυρίσει πίσω γερός, θενάναι η φήμη του όθες διαβεί μεγάλη, σε δύση και σ' ανατολή.

Γιατί έτσι πάντα; ρωτάει του γραμματικού η φωνή, τρυφερή κ' εκείνη. — Για να είμαστε οι δυο μόνοι, οι δυο μας σ’ όλον τον κόσμο!... Και γύρω μας μεταξοσέντονα όπως τόρα· μεταξοσέντονα με χρυσές ούγιες, με δαντελένιες άκρες, με στιμόνι από δροσιά. Γύρω και απάνω και κάτω μας μεταξοσέντονα σαν αυτά που δεν τα γνώρισεν αργαλιός, που δεν τα ύφανεν υφάντρα.

Δε με ζάλισε το κέντημά σου· το εναντίο μάλιστα, μ' έβαλε σ' έγνοιες. Βλέπω τους πρώτους μας στις δυο άκρες και με πιάνει απελπισία. Ένας εκεί πάνου βουτημένος στα αίματα κι άλλος εδώ κάτου βουτημένος στη ντροπή. Δεν είνε κρίμα, Ελπίδα, δεν είνε κρίμα! Γιατί και Τούτος να μη μοιάση Εκεινού ; — Έχεις δίκιο να θλίβεσαι· μα δε φταίει και Τούτος. Όλοι μας φταίμε· και περσότερο απ' όλους η εποχή μας.

Ο ντον Πρέντου πετάχτηκε επάνω ανασηκώνοντας τις άκρες από το καπότο του σαν να ήθελε ν’ αγκαλιάσει τον υπηρέτη του, και κοιτάχτηκαν σαν δυο παλιοί φίλοι. «Λοιπόν; Λοιπόν;» «Λοιπόν;» «Ναι», είπε ο ντον Πρέντου παίρνοντας πάλι το λόγο πρώτος, «ο Τζατσίντο μου διηγήθηκε τα κατορθώματά σου, βλάκα. Βάλθηκες να κάνεις μια εύκολη δουλειά, ακαμάτη! Καλή δουλειά, βέβαια! Έλα, πάρε

Εξηνταπεντάρης, ψηλός, λιγνός, λιγυστός, με μουστάκι ξανθόασπρο, κομμένο στης άκρες, χωρίς γένεια, με βράκα συμμαζεμένη που κατέβαινε ως το γόνατο και άφηνε γυμνές της λιπόσαρκες κνήμες του, ζωσμένος σφιχτά με ζώνη μάλλινη, σχεδόν πάντα ξεμανίκωτος και στην κεφαλή μ' ένα φέσι μεγάλο, τσακισμένο πίσω με μακρυά φούντα και δεμένο με μαντήλι χρωματιστό, κεντημένο γύρω γύρω με μπιμπίλες σαν γυναίκα.

Κι' εφτύς το Γλάφκο φώναξε και τούπε αφτά τα λόγια «Γλάφκο, τι τάχα στη Λυκιά εμάς τιμούν πιο πρώτα 310 με κρέατα και με πρωτιά και ξέχειλο ως απάνου ποτήρια, κι' όλοι σα θεούς στα μάτια μάς θωρούνε; Εκεί τρανό χαιρόμαστε μετόχι απάς στου Ξάνθου τις άκρες, πλούσιο σε φυτιά και κάμπο σταροδότη.

Ζύγωσαν κ' οι άλλοι στρατιώτες, το σκουντούσαν με τις άκρες των τσαρουχιών τους κι έλεγαν ξαφνισμένοι: — Ορέ, τ' άτιμο, μήτε γκιχ! δεν έκαμε!... Κανένας δεν έβγαινε όξω απ' τα σπίτια. Ο δεκανέας γύρισε κ' είπε: — Σούρα, μπρε, ένας σας!. Τι θανατικό έπεσε σ' αυτό το διαλοχώρι!... Σούριξε ένας στρατιώτης κι ο κυρ πάρεδρος που καθόμαστε μαζί κ' οι δυο μέσα στο σπίτι του βγήκε έξω.

Βαρειά θλίψη πλάκωνε τους λινούς, τα σπιτάκια και τις καλύβες των χωρικών. Μια ώρα κράτησε η ανεμοζάλη, η πλυμμύρα. Ύστερα αγάλι' αγάλια ξάνοιξε, ξαστέρωσε, τα σύγνεφα σκίστησαν, μάζεψαν, τράβηξαν δρόμο, σε λίγο χάθηκαν πέρα στις άκρες τ' ουρανού.

Τότε ο Έφις άνοιξε τα χέρια και έκλινε λίγο το κεφάλι σαν να ήθελε να πει: τότε γιατί θέλετε τη συμβουλή μου; αλλά η ντόνα Έστερ έβαλε τα γέλια και σήκωσε, χτυπώντας τες νευρικά, τις δυο μαύρες άκρες από το σάλι της. «Και πού θα ’θελες να πάει, λοιπόν; Στο σπίτι του Ρετόρου σαν τους ξένους που δεν βρίσκουν πού να μείνουν;» «Εγώ δεν θα του έδινα καμία απάντηση», πρότεινε η ντόνα Ρουθ παίρνοντας από τα χέρια της Νοέμι το τηλεγράφημα που εκείνη δίπλωνε και ξεδίπλωνε νευρικά. «Εάν έλθει, καλώς να ορίσει.

Αν κι αναθεμάτιζε εκεί μέσα και το Νεστόριο και τον Ευτυχή, τους χριστολογικούς όμως τύπους τους δεν τους πείραζε, να μην αγριέψουν οι Μονοφυσίτες. Πάσκισε μάλλους λόγους να πάρη μεσιανό δρόμο, να τα οικονομήση. Οι δυο άκρες όμως, οι φανατικοί ορθόδοξοι κ' οι φανατικοί αιρετικοί, χεροτέρεψαν αντίς να ησυχάσουν, κ' έτσι από δυο κόμματα που είταν είχαμε τώρα τρία.