United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να κάθεται, να τσιμπουκίζη και να συλλογίζεται. Τι συλλογίζεται; Όχι βέβαια τη γυναίκα και το μοναχοπαίδι που τα έχει σφαλισμένα στον Πύργο του Φονιά. Ούτε τα τόσα αίματα και τα λόγια που, παρακαλώντας τον θερμά λέγουν τα θύματά του, πριν σκύψουν το κεφάλι στον άσπλαχνο λάζο του.

Ποιος άλλος; και ο Πάρης! και βουτημένος στ’ αίματα! Τι ώρα ωργισμένη, τι θρήνος!... Ω! εσάλευσεν η Ιουλιέτα. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Πάτερ, ω πάτερ μου παρήγορε, ο άνδρας μου πώς είναι; Το ενθυμούμαι καθαρά πού έπρεπε να ήμαι· ηξεύρω πού ευρίσκομαι. Πού είναι ο Ρωμαίος; ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Ακούω κρότον. — Κόρη μου, να φύγης και φωληάζει εδώ αρρώστια, θάνατος, και ύπνος χωρίς τέλος.

Πού και πού χρειάζεται, έλεγε. Να ξυπνούν τα αίματα!

Θα το ιδήτε, είπεν η Κυνεγόνδη. Αλλ' ας εξακολουθήσομε. — Εξακολουθήστε, είπε ο Αγαθούλης. Ξαναπήρε το νήμα της διήγησής της. — Τότες ένας Βούλγαρος αξιωματικός μπαίνει. Με βλέπει μέσα στα αίματα, αλλ' ο στρατιώτης δεν ταράζεται. Ο αξιωματικός θυμώνει για την έλλειψη σεβασμού, που τούδειχνε αυτός ο χτηνώδης στρατιώτης και τον σκοτώνει απάνω μου.

Δεν είνε τίποτα· η γάτα της βιβλιοθήκης ξύπνησε, είπε ο Δημητράκης· εμπρός!... Βρέθηκαν στο σκοτάδι· η λάμπα είχε πέσει μαζί με το τραπέζι κ' έγινε σύψαλα στο πάτωμα. — Αριστόδημε!... πού είσαι Αριστόδημε! αδερφέ! φώναξε ο Δημητράκης περίτρομος. — Α!... αίματα... πατάω αίματα!... είπε η Ελπίδα ανατριχιάζοντας. — Φως!... ένα φως!... πρόσταξε ο Δημητράκης τον Κουτρουμπή· γρήγορα . .

Το στόμα μου έγινε φαρμάκι. «Πάμε, μάννα, να φύγωμε», λέω στη γρηά μου. Φύγαμε. Μου ανάψανε τα αίματα. Περνώ την άλλη μέρα· ήτανε στο παραθύρι. — «Καλησπέρα, καπετάνιο». — «Καλησπέρα». — «Κακιωμένος είσαιΜέγας είσαι, Κύριε, με τούτο το κορίτσι. Έχασα το μπούσουλα. Ζυγώνω στο παράθυρο. Κόβει ένα κλωνί βασιλικό και μου το δίνει. — «Να μη κακιώνης άλλοτε». Είχε μια γλύκα η φωνή της.

Η ώμορφη βασιλοπούλα, πουτο παραθύρι απάνου Με καρδιόχτυπο ακαρτέρει να δεχθή το ταίρι της, Βλέποντας τον τσακωμό τους τρέχει να τα ξεχωρίση, Όμωςαίματα πνιγμένα ταύρε η αγλύκαντη τα δυο. Κάποτ' ύστερα μια μέρα βούλιαξε το έρμο Κάστρο Κι' ούτε η κόρη εξαναφάνη.

Καλότυχον μαχαίρι, χώσου εδώ και σκούριαζε, και δος μου ν' αποθάνω! Ο ΑΚΟΛΟΥθΟΣ Ιδού το μέρος. Κάτω 'κεί· κοντά ‘ς το φως εκείνο. Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Γεμάτη αίματα η γη! — ‘ς τα μνήματα ιδέτε, και οποίον τύχη κ' εύρετε κρυμμένον, πιάσετέ τον. Τι θέαμα ελεεινόν!

« Του Δράκου Γρίβα βλέπω 'μπρός » Τ' ωχρόλευκο κεφάλι· » Με καταριέται το ψυχρό » Ακόμα με τα χείλη. » Το Βελή Γκέγκα έστειλα » Μεςτον Άι-Βασίλι · » Κ' έσφαξε τόσους χριστιανούς » Με τη σκληρή του πάλη.» « Τα δένδρα 'πό την Ήπειρο » Ακόμα μ' ενθυμούνται » Τάπειανα, και ξηραίνονταν «'Σ τα χέρια μου τα φύλλα, » Γιατ' ήταν από αίματα » Βαμμένα. Μια μαυρίλα » Ήμουν του κόσμου.

Αίφνης ακούει τους κώδωνας του ναού ηχούντας. — Αχ! κι' ακόμα δεν χαζιρεύθηκα! Ανεφώνησε κ' επετάχυνε την αμφίεσίν της. Ο κυρ-Μανωλάκης θαρρείς και ήτο συνδεδεμένος μετά του σχοινίου του κώδωνος. Αφυπνίσθη πάραυτα· και χασμηθείς βροντερώς εκρότησε κατά την συνήθειάν του τας χείρας του: — Ξυπνάνε τα αίματα! έλεγε.