United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το ακόλουθο δημοτικό τραγούδι, που υπάρχει στην Ήπειρο, αναφερόμενο σ’ έναν Δίγιαννο, οποίος στη ρύμη των στίχων ονομάζεται Γιάννος, και αποδείχνει, ότι Γιάννος και Διγενής είνε το ίδιο: » Στην Άρτα τ’ άργανα βαρούν, στην Άρτα κάνουν γάμο... » Ρηγόπουλο παντρεύεται, βασιλοπούλα παίρνει » Όλον τον κόσμο κάλεσαν, τη γη την οικουμένη, » Το Δίγιαννο δεν κάλεσαν, πο τη κακογνωμιά του, » Γιατί σκοτόνει τους γαμπρούς και παίρνει τες νυφάδες. » Νάτος! κι’ ο Γιάννος πώφτασε...» κτλ.

Κ' έτσι γλύτωσε τότες η Αττική. Και δεν είτανε μόνο στην Αθήνα αυτό το ξύπνημα. Όλη η Ελλάδα πρέπει να ξανασάλεψε μια στιγμή, επειδή παντούθε τους έδιωξαν τους Γότθους, — από Αιτωλία, Ακαρνανία, Ήπειρο, Θεσσαλία, — όσοι δεν είχανε φύγει από τη θάλασσα.

Απ' άκρηάκρη στην Ήπειρο σήμερα, σε κάθε κορφή, σε κάθε χαμήλωμα βουνού, σε κάθε όχτο κάμπου, σε κάθε περιγιάλι και σε κάθε ακροποταμιά, τα ρεπιθεμέλα και τα χαλάσματα των κάστρων και των ναών που αναποδογύρισε η αλύγιστη σπάθη σου, σωριασμένα πέτρα απάνου σε πέτρα, σηκώνονται ολούθε σα μεγάλα και βαριά αναθέματα στ' άγριο κ' αιματόχαρο όνομά σου!

«Μόνον της Χήρας το παιδί, μόνον ο Γυιός της Χήρας»... Στην Ήπειρο, σε πολλά τραγούδια και παραμύθια σώζεται ακόμα η ανάμνηση του Διγενή Ακρίτα, ως Γυιού της Χήρας. Αυτό μ’ έκανε να δώσω αυτό τ’ όνομα στον «Αντρειωμένο» μου. Απ’ αυτά κι’ έμεινε στο Λαό η φράση: «Τα τρία κακά της Μοίρας του». Ο Γιάννος ο περίφανος κι’ ο χιλιοπαινεμένος, Οπού είταν άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι.

Θυμάται και τα Γιάννινα τ' αγαπημένα τότε, Και πότε κλαίει τα νηάτα του και την πατρίδα πότε. Κοιμήσουτο ελεύθερο, Καλόγηρε, το χώμα Κι' ουράνια τον ύπνο σου όνειρ' ας νανουρίζουν! Τάρματα ίσως τάθελες κι' αυτού να τάχης στρώμα· Ποιος ξέρει σε τι μαύρη γη, πατέρα, να σαπίζουν! Κοιμήσου. Τώρα χειμωνιά την Ήπειρό μας δέρνει Και κρύο, ξέρα, παγωνιάτα χώματά της σπέρνει.

Δεν λέγω, ότι δεν είνε πιστευτά και σ’ άλλα ελληνικά μέρη, αλλ’ ημείς ως έδρα των ηθογραφιών μας έχομε την Ήπειρο, και μόνο τες δοξασίες του Ηπειρωτικού Λαού αναγράφομε σ’ αυτό το ποίημα.

Ύστερα απ' αυτά τα λόγια σήκωσε το ποτήρι, που είταν γεμάτο κρασί, έκανε το σταυρό της και τώπιε ως τον πάτο, λέγοντας: — Δόξα σοι Θεέ μου! Σ' ευχαριστώ! Καλώς ώρισες, παιδί μ'! Είταν ένα Σαββάτο βράδυ του χειμώνα του 186... Καμμιά δεκαριά γυναίκες του Μικρού Χωριού, που είν' ψηλά στην αγκαλιά της ράχης , έπαιρναν νερό στην άκρη του Καλαμά, που σκίζει την Ήπειρο από βοριά κατά νοτιά.

Κ' επειδή ξέρουν πως η Τουρκιά γρήγορα θα αποτραβηχτεί από την Ευρώπη, όλοι αυτοί οι γειτονικοί μας λαοί κοιτάζουν ποιος να πρωταρπάξει τους τόπους, που, φεύγοντας, θ' αφήσουν οι Τούρκοι. Και οι τόποι αυτοί είναι η Ήπειρο, η Μακεδονία, η Θράκη, η Αλβανία και η Παλιά Σερβία. Από τους τόπους αυτούς οι τρεις πρώτοι, καθώς το είπαμε, είναι ελληνικοί.

Είπατέ μου λοιπόν τόρα καθαρά και νέτα σκέτα, Θα μας δώσετε την Κρήτην κι' απ' την Ήπειρο μια φέτα; Τον θεσσαλικόν τον κόλπον θα μας τον χαρίσετ' όλον, Ή τουλάχιστον την πόλιν της Λαρίσσης και τον Βώλον; Δεν μου λέτε, κύριοι μου, έχετε καλό σκοπό; Λοιπόν πέστε μου, να ξέρω και εγώ τι να ειπώ.

Απ' άκρηάκρη στην Ήπειρο σήμερα, σε κάθε κορφή, σε κάθε χαμήλωμα βουνού, σε κάθε όχτο κάμπου, σε κάθε περιγιάλι και σε κάθε ακροποταμιά, τα ρεπιθέμελα και τα χαλάσματα των κάστρων και των ναών που αναποδογύρισε η αλύγιστη σπάθη σου, σωριασμένα πέτρα απάνου σε πέτρα, σηκώνονται ολούθε σα μεγάλα και βαριά αναθέματα στ' άγριο κ' αιματόχαρο όνομά σου!