United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ο Ντινάς σηκώθηκε: «Βασιληά, ξαναγυρίζω στο Λιντάν, και παραιτούμαι από την υπηρεσία σου». Κ' ενώ η Ιζόλδη του στέλνει θλιβερό μειδίαμα, ανεβαίνει στο άτι του κι' απομακρύνεται, περίλυπος και σκυθρωπός, με το κεφάλι σκυφτό. Όρθια στέκει η Ιζόλδη κοντά στην πυρά. Το πλήθος γύρω, φωνάζει, καταριέται το Βασιληά, καταριέται τους προδότες. Δάκρυα βρέχουν το πρόσωπό της.

Δεν αρράξαμε ακόμη και βλέπω άξαφνα τον καπετάν Μπισμάνη κατακόκκινον, ξεσκούφωτον, αναμαλλιασμένο να τρέχη στην πλώρη, να καβαλάη το μπαστούνι, ν' αρπάζη τον έξω φλόκο και χτυπώντας το στήθος του να βρίζη και να καταριέται και να θεορρίχνη. Κυτάζω καλά· το καταραμένο μπάρκο έστεκε δίπλα μας! — Παλιοτσόπανε!... παπλωματά! καραβανά!... αλυχτούσεν ο καπετάνιος μας.

Επειδή, ποιο αγόρι ή κορίτσι μπορεί να ξεφύγη τις χίλιες μωρολογιές, νοστιμιές, αβανιές, φοβέρες ή και βρισιές που κατρακυλούν ολόγυρά του σαν πέτρες μαζί με το χείμαρρο; Σε ποιο Σκολειό δε σημαδεύεται το παιδί με τέτοια κατρακυλίσματα; Ποιος δεν έμαθε να &καταριέται& στη γλώσσα του; Ποιος δε βγάζει, το πάθος από μέσα του σα ζωντανό φείδι, τον πόνο του σα ζεστό αίμα, και σαν αχνό τη λαχτάρα του; Ποιος «Ελληνομαθής» δε θα φωνάξη ένα χωριάτικο ωχ, αν του πατήσης, ας είναι και το νυχάκι του δασκαλήσιου του τού ποδός;

« Του Δράκου Γρίβα βλέπω 'μπρός » Τ' ωχρόλευκο κεφάλι· » Με καταριέται το ψυχρό » Ακόμα με τα χείλη. » Το Βελή Γκέγκα έστειλα » Μεςτον Άι-Βασίλι · » Κ' έσφαξε τόσους χριστιανούς » Με τη σκληρή του πάλη.» « Τα δένδρα 'πό την Ήπειρο » Ακόμα μ' ενθυμούνται » Τάπειανα, και ξηραίνονταν «'Σ τα χέρια μου τα φύλλα, » Γιατ' ήταν από αίματα » Βαμμένα. Μια μαυρίλα » Ήμουν του κόσμου.

Τάχα την είχε αποσυχαθή τόσο πολύ, τάχα την εχθρευότανε από μέσα του, τάχα τούχανε σφυρίξει τίποτε σταυτιά; Μα πάλι, γιατί, όταν τον χτυπήσανε, γύρευε και καλά να τον φέρουν αμέσως, στη στιγμή, στο σπίτι του; Ήθελε τώρα η Ασημίνα την αγάπη του και της έκανε κακό να συλλογίζεται πως φεύγει απ' τον κόσμο ο άντρας της μ' ένα παράπονο και πως την καταριέται ίσως, χαροπαλεύοντας, η ψυχή του.

Κατάμαβρες ιδέες τη σκοτίζουν και καταριέται η Θεια- Χρηστίτσα και κολάζεται την ώρα που γεννήθηκε απάνω στον τυραγνημένον τούτον κόσμο. Κρυφά παρακαλιέται μέσα της, να κόψη την αμαρτωλή ζωή της ο θεός. Να μην ιδή της κόρη της το τέλος... Απόξω αριό πάντα το χιόνι κ' ήσυχο στοιβάζεται απανωτά. Αριά τα φώτα της χιονιάς, θαμπά εκρύφτηκαν πίσω από τις πυκνές τις καταχνιές.

Πάει και πέφτει ο βασιληάςτης λυγερής τα πόδιαΠάψε, κόρη, τον αργαλειό, πάψε και το τραγούδι, Γιατ' απ' το βρόντο τ' αργαλειού κι' απ' τον γλυκό ηχό σου Ο ήλιος εσταμάτησε, δεν πάει να βασιλέψη, Και καταριέται η αργατειά κι' οι ξενοδουλευτάδες, Κ' ήρθαν μέσ' ς τα παλάτια μου και σκούζουν και φωνάζουν Ή να γιατρέψω το κακό, ή θα με θανατώσουν.

Κυττάζει προς τον ουρανό, σαν να εύχεται, σαν να καταριέται . . . η καϋμένη η μαννούλα μου! . . . Ποιος να της τώλεγε, πως θα μας ξαναϊδή πάλι! . . . Υψώσασα δ' αίφνης την φωνήν της, ως να ελησμόνησεν, ως να ήτο μόνη, ανέκραξε: — Μη, μαννούλα μου! Δεν κάνει να καταριέσαι. Να εύχεσαι, μαννούλα μου, και να μη καταριέσαι, καθώς είπεν ο Χριστός μας.

Μερικές ραβδιές, και συνέφερε ο παπάς. Σαν τρελλός φώναζε ο δύστυχος. Ώσπου άρχισε να καταριέται, και φοβήθηκαν τις κατάρες του, και τον άφησαν κ' έφυγε, και μήτε ξαναφάνηκε μήτε ξανακούστηκε πια. Ζητούν ύστερα να ξελιγοθυμήσουν την κερά Πιπίνα, μα πού να ξελιγοθυμήση! «Να φωνάξουμε τον Επίτροπο», φωνάζει ένας, και ξυπνάει αμέσως η πιτρόπισσα! Άρχισε να κάμνη την τρελλή.

Και καταριέται η εργατειά κ' οι ξενοδουλευτάδες Κ' έρχονται και φωνάζουνε και λεν του βασιληά τους, Ή να γιατρέψη το κακό που εγείνηκετη χώρα Κι' ο ήλιος εσταμάτησε, ή θε να τον σκοτώσουν. Ο βασιληάς στέλνει ρωτά μια μάγισσα μεγάλη. — Μάγισσα, ποιο είνε το κακό, που εγείνηκετη χώρα, Κι' ο ήλιος εσταμάτισε, δεν πάει να βασιλέψη; — Κάνα κακό δεν έγεινετη χώρα, βασιληά μου.