Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Δάκρυσ' αλήθεια διαβάζοντες τότες του φίλου μου την γραφή και γέρνοντας κι' εγώ κατά τον ουρανό τα μάτια εδεήθηκα τέτοια: — Δόσε, Θεέ, δύναμη της εκκλησιάς μας να βγαίνη απ' ολούθε νικήτρα· όμως δόσε και κάθε τόσο τέτοιες στο τόπο μας ταραχές, για να ξυπνάν κάπου κάπου τα σαπημένα μας αίματα και για να ξεσκουριάζη η πατσαβουριασμένη μας η καρδιά· μπέλκιμ και βγούνε καμμιά βολά για καλλίτερο.
Και σαν λιοντάρι που γεννά μουγκρύζοντας η Αγαύη τούκοψε το κεφάλι του μητέρα του κι' ας ήταν, και στην κοιλιά του ορμητικά η Ινώ ποδοπατώντας του σύντριψε τον ώμο του μ' όλη την ωμοπλάτη· τα ίδια κι απαράλλαχτα κ' η τρίτη η Αυτονόη· κ' οι άλλες που τη βακχική πομπήν ακολουθούσαν ταπομεινάρια κρέατα μοίρασαν μεταξύ των, κι όλες γεμάτες αίματα γυρίσανε στη Θήβα φέρνοντας από το βουνό πένθος κι όχι Πενθέα.
Κ' εκείνος απελπισμένος ερριχνόταν πάλι στον βυθό και άρχιζε νέο ψαχούλεμα, έπιανε αγώνα νέον, έβλεπε πάλιν αίματα και κρεάτων ξεσκλήδια και πτώματα γύρω του. Τέλος έφεξεν η αυγή και τα επρύμισε πάλι για το πέλαγο, η μηχανή του Πίπιζα. Ο Γρίτης από τα χθες είχεν ιδεί μια θέσι γεμάτη από μελάτι· καθαρό μελάτι· λειβάδι ατρύγητο.
Πόσαις φοραίς ακουμπιστός απάνω 'στο τουφέκι, ωσάν ακοίμητος φρουρός πολεμικής ειρήνης, πότε 'μπροστά μου έβλεπα τον Πόλεμο να στέκη, και άλλοτε τον Έρωτα με πρόσωπο γαλήνης. Ωνειρευόμουν αίματα, ωνειρευόμουν γάμους, κρεββάτια μες' στης λαγκαδιαίς και νυμφικούς θαλάμους.
Πρέπει ο Έλληνας να βρεθεί σε κόσμο επικίντυνο, σε κόσμο αλύπητο, περιτριγυρισμένο από γκρεμούς και βάραθρα, από διαβόλους και Βουλγάρους, από τριβόλους και παγίδες, από στοιχειά κι από αίματα, ― σε κόσμο ζωής αληθινής.
Μαύρα αίματα τρέχανε, χάσκανε πληγές, άσπριζαν σπασμένα κόκκαλα, φοβέριζαν τον ουρανό γροθιές σφιγμένες· χαρχάλευαν σπασμοί, τάραζαν τη σιγαλιά βόγγοι. Η γη ανάδινε ολούθε οσμή σαπίλας. Η οσμή εκείνη του φάνηκε παράξενη. Σήκωσε τα μάτια μ' αηδία· μα τότε πάγωσε. Καταμεσής στο μετόχι και στη θέση που άγιαζε πριν ο γεροπλάτανος, ένας ήσκιος άσπριζε γονατιστός σα συντρίμμι ταφόπλακας.
Πήγαιν' ευθύς, εύρε νερόν και ξέπλυνε αμέσως από τα χέρια σου αυτόν τον μαύρον καταδότην. — Τι μου τα έφερες εδώ τα δύο τα μαχαίρια; Πρέπει εκεί 'ς το πλάγι του να μείνουν! Πήγαινέ τα και άλειψε με αίματα τους κοιμισμένους δούλους! ΜΑΚΒΕΘ Δεν 'πάγω! Το τι έκαμα, να το σκεφθώ και μόνον με πιάνει τρόμος. Δεν τολμώ να το ιδώ και πάλιν! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Μικρόψυχε! Δος τα εδώ εμένα τα μαχαίρια!
— Και συ πώς είσαι, Μήτρε, αχνός;...Από την τραχηλιά σου Ρένε τα αίματα στη γη... Πού σ' έχουνε βαρέση; — Μάγλειψε, Διάκε, ξώδερμα το βόλι ένα παγίδι Κι' ο δρόμος τη λαβωματιά μου ξάναψε λιγάκι... Θανάση, μας εχάλασαν...
Ο είς των τριών, άμα τη προσαράξει, είχε κτυπήσει τον αγκώνα και την πλευράν την δεξιάν εις τον βράχον, μεθ' ό αισθανθείς μέγαν πόνον εβυθίσθη εις την θάλασσαν, αλλά συνελθών ταχέως ανέθορε κολυμβών εις το κύμα, όπερ εφαίνετο έκπληκτον εκ της καταστροφής την οποίαν επροξένησε, και καταπραϋνθέν, εφλοίσβιζεν ηρεμώτερον περί τα συντρίμματα ως θηρίον λείχον τα αίματα του ιδίου σπαράγματός του.
Με κλάυματα η Πεντάμορφη 'ςταίς θύραις κατεβαίνει: — Για εσέ, λεβέντη ωμορφοννιέ, λεβέντη καββαλάρη, Που μέσ' 'ς τα τόσα αίματα τόσα κορμιά έχεις θάψει, Και σήμερα μ' εγλύτωσες από σκλαβιά μεγάλη, Για εσένα ανοίγω σήμερα το κάστρο μου να ανέβης. Πες μου, τι θέλεις, τι καλό μεγάλο να σου κάμω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν