United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατ' είναι, λέγει, Τούρκος, κ' οι Τούρκοι δεν πληρόνουν, για ευχέλαιο. — Τούρκος είπες; εφώναξε τότε, και ήλθεν ολίγο στην θωριά της. — Σαν είναι ΤούρκοςΔόξα σοι ο Θεός! Είχα μια φοβέρα μήπως ήταν το Γεωργί μας! — Κρίμα που δεν σου το είπα προτήτερα, μητέρα, να μη χαλάσης του κόσμου τα χωράφια και να κάμης τα πόδια μου κόσκινο μέσ' στ' αγκάθια.

Εγώ 'χα όρκο να τση βγάλω τη γλώσσα με το ρασόπανο, γιατ' ήμαθα πως αυτή τούβγαλε το παρανόμι, μα σαν ήκουσα τα παινέματα που τούκανε, τση συμπάθησα. Οι Τούρκοι είνε να πιούνε φαρμάκι κι ο Σαμπρής λέει και μαρτυρά πως δεν είδ' ακόμη τόσο χεροδύναμο άντρα. — Κιο Μουντίρης;.., είπεν η Ρηγινιώ με ανησυχίαν.

Τι να κάμης; να μετρήσης τα λεφτά και γρήγορα γιατ' είσαι χαμένος άνθρωπος· είπεν ο ιερεύς με αυστηρόν ύφος, θέλων να κάμη σοβαρωτέραν την εντύπωσιν των λόγων του. — Μα δεν έχω· πού να οικονομήσω τρακόσες δραμές;

Ότ' ούτε βόδια μου ποτέ, ούτ' άλογα μ' επήραν· Ουδέτην πολυκάρπιμην, κι' ανδρειοθρέπτραν Φθίαν Καρπούς ποτέ μ' εχάλασαν· γιατ' είναι μεταξύ μας Πολλά κατάσκια βουνά, και θάλασσα βοήστρα. Αλλά ακολουθήσαμεν, αναίσχυντε, μ' εσένα, Να λάβωμεν εκδίκησιν από τους Τρωαδίτας, Για τον Μενέλαν και για σε, να χαίρεσαι, αυθάδη.

Κ' έτσι καμμιά βολά έρχονταν και 'ςτα χέρια και κάπου κάπου και 'ςτ' άρματα, κ' έπαιζε ξύλο κι άνοιγαν λαβωματιές. Κακοπάθαιναν και τα μαύρα τα πρόβατα. Αυτά ξανάλεγαν οι αγωγιάτες. Κ' έπαιρναν όλο το δίκιο με το μεράδι τους αυτοί, γιατ' ήταν από τη φάρα των τσελιγκάδων. Ύστερα, είπαν για τους νέους μουχτάριδες που θα νάβγαζαν τη χρονιά εκείνη.

ΛΟΥΚΙΛΗ Πηγαίνεις να πεθάνης, Κλεόντ; ΚΛΕΟΝΤ Ναι, σκληρή, αφού το θέλεις. ΛΟΥΚΙΛΗ Εγώ θέλω να πεθάνης; ΚΛΕΟΝΤ Ναι, το θέλεις. ΛΟΥΚΙΛΗ Ποιος σου το είπε αυτό; ΛΟΥΚΙΛΗ Εγώ φταίω; Αν ήθελες ν' ακούσης, θα σου έλεγα πως σήμερα το πρωί σου φέρθηκα μ' αυτό τον τρόπο γιατ' ήταν μια γρηά θεία μου. Μόνο αν πλησιάση ένας νέος μια κόρη φαντάζεται πως την ατιμάζει.

Αλλ' άμα παραχόρταιναν, βάραιναν τόσο, που δεν μπορούσαν να πετάξουν. Έπρεπε ναύρουν ψήλωμα και στο μεταξύ βρίσκαμε καιρό και τα κτυπούσαμε με πέτρες, ή ξύλα και πολλά σκοτώναμε. Αλλ' αν τα όρνια στις στιγμές αυτές δε μπορούσαν να πετάξουν, αναπηδούσαν όμως αγριεμένα κ' επιθετικά. Αυτός ήτο ο κίντυνος, γιατ' είχαν ράμφη και νύχια φοβερά και μπορούσαν να βγάλουν μάτια ή κόψουν σάρκες.

Γιατ' η γενιά των και των δυο κρατά απ' τον Ηρακλείδη και φθάνει λογαριάζοντας ως το στερνό Ηρακλέα. Όταν χορτάση πίνοντας το μυρωδάτο νέκταρ κ' έρχεται στης γυναίκας του να γύρη την αγκάλη, στον ένα τη φάρετρά του δίνει και το δοξάρι, στον άλλο δίνει το βαρύ με ρόζους ρόπαλό του. Κι αυτοί, κρατώντας τάρματα, τον φέρνουνε κ' οι δυο των το γυιό του Δία στην κάμαρα της ασπροπόδας Ήβης.

Κι' ακολουθούσε από κοντά συγκρατούμενη η λεβεντιά των χωριών, αντρειωμένοι παλληκαράδες και ροδοπρόσωποι, που τους τραγουδούσαν· γιατ' οι Αρβανίτες δεν ήξεραν τα ρωμέικα τραγούδια να ειπούν, και το χορό πώσερναν, τον έσερναν κι αυτόν μηχανικά κι όπως ήθελαν. Κ' έφερνε κάθε τόσο τους γύρους της από στόμα σε στόμα η πλόσκα με το κρασί, σα να χόρευε κι αυτή ανάμεσα στους πανηγυριστάδες.

Μα τον νεκρό αδερφό του αυτόν, τον Πολυνείκη, άταφος έξω να ριχτή, θροφή των σκύλων, γιατί είναι χαλαστής της χώρας των Καδμείων, αν κάποιος από τους θεούς δεν του κρατούσε το δόρυ του, μα και νεκρός την αμαρτία των θεών θα ’χη της πατρίδας του, γιατ’ ήρθε με ξένο απ’ έξω στράτευμα, ατιμάζοντάς τους κ’ εκούρσευε τη χώρα του.