United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκρουσεν επί αρκετήν ώραν την θύραν μας, μέχρις ου κατορθώση να μας εξυπνήση και λάβη απόκρισιν ότι εντός ολίγου θα ήμεθα έτοιμοι. Δεν είχομεν εξηγηθή ότι θα έλθη τόσον ενωρίς και δεν δύναμαι να αποκρύψω ότι, δυσαρεστηθείς διά το πρόωρον εξύπνημα, τον έστειλα εις τον διάβολον.

Μα τώρα πριν σηκώθηκε και να με βρει ήρθε πρώτος, κι' εγώ ίσα ίσα αφτούς που λες τον έστειλα να κράξει. 125 Μον πάμε, κι' όλους στα πορτιά θα σμίξουμε τους άλλους με τους φρουρούς μαζί, τι εκεί να συναχτούν τους είπαΤότες του λέει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης «Έτσι δε θα στραβοθωράει κανείς μας μες στ' ασκέρι, όχι δε θαν του λέει κανείς σα βγαίνει και προστάζει130

Την τρίτην ημέραν· εγώ βλέποντας που δεν εφαίνονταν έστειλα ένα τζοχαντάρη, διά να τους κράξη να μου δώσουν την απόκρισιν το τι αποφασίζουν· ο τζοχαντάρης ύστερον από ολίγον εγύρισε και μου ανήγγειλε, πως εκείνην την νύκτα εμίσευσαν, και επήραν την στράταν της Αιγύπτου.

Το δε μονάκριβό μου παιδί το έστειλα κρυφά εις άλλο σπίτι, φοβουμένη μήπως το σκοτώσουν. Επειδή ο πατέρας του ούτε αυτό ούτε εμέ ημπορεί να βοηθήση, διότι λείπει εις τους Δελφούς, διά να ζητήση συγγνώμην από τον Απόλλωνα Λοξίαν διά την ανοησίαν που έκαμεν άλλοτε, όταν επήγε εις την Πυθίαν, διά να ζητήση λόγον από τον Φοίβον διά τον πατέρα του.

Έχοντας πολλήν επιθυμίαν διά να δοκιμάσω εκείνο που μου έλεγεν, έστειλα ένα μου τζοχαντάρη και τους έφερε, τους οποίους ευθύς εγνώρισα ότι ήταν εκείνοι που υπηρετούσαν εις τα λουτρά. Τότε ο φιλόσοφος μου λέγει διά να τους προστάξω, να κάμουν εκείνο που ήθελε μου αρέσει, μα πρώτον να βγάλω τους ανθρώπους μου έξω διά να μείνουν μοναχοί, χωρίς να θεωρήσουν άλλοι τον τρόπον της τέχνης του.

Όταν τον έστειλα στο σχολείο, χρειάστηκε να καταβάλη κόπους και κόπους, αλλ' αντέστη εις τας δυσκολίας και οι καθηγηταί του μου επαινούσαν πάντοτε την επιμέλειά του και την φιλοπονία του.

Ποίος τους επρόδωκε και πότε, ότι εγώ έστειλα μακρυά απ' εδώ το παιδί μου; Ω, εχάθηκα η δυστυχισμένη! ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Δεν ξέρω. Αυτούς είδα εγώ να το ζητούν. Και ο Μενέλαος πηγαίνει τώρα γρήγορα, διά να το εύρη έξω από το σπίτι. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Αλλοίμονο εχάθηκα! Και σένα, παιδί μου, θα σε σκοτώσουν οι δύο γύπες, ενώ ο πατέρας σου είναι εις τους Δελφούς.

την γην εβγήκαμε, νερό επήραμε από βρύσι, 85 και οι σύντροφοι εγευμάτισαν προς τα γοργά καράβια. και το φαγί και το πιοτό άμα ευφρανθήκαμ' όλοι, τότε συντρόφους έστειλα, να υπάγουν και να μάθουν ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποιτην γην εκείνην ήσαν, δύο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον. 90 επήγαν κ' επλησίασαν τους Λωτοφάγους άνδραις, και τούτοι των συντρόφων μας κακό δεν μελετούσαν κανένα, αλλά τους έδωσαν λωτό να δοκιμάσουν. και άμα εγευόνταν τον καρπό, 'που ήταν γλυκός 'σαν μέλι, να γύρουν πλειά δεν έστεργαν, ουδ' είδησι να φέρουν. 95 αλλά να μένουν ήθελαν σιμά των Λωτοφάγων, λωτό να τρώγουν, την γλυκειά πατρίδα λησμονώντας. εις τα καράβια εγώ με βια τους γύρισα κ' εκλαίαν, και εις τα ζυγ' αποκάτωθε τους έσυρα δεμένους. ν' αναιβούν τότ' επρόσταξα των άλλων των συντρόφων 100τα γοργά πλοία με σπουδή, μη κάποιος απ' εκείνους φάγη λωτό, και την γλυκειά πατρίδα λησμονήση. εμπήκαν, αραδιάσθηκαν εις τα σανίδια κείνοι, και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν.

Γόϊ μου κι' αλί μου η δύστυχη πικραρχοντογεννήτρα, που γιο αφού γέννησα λαμπρό βασταγερό, τον πρώτο 55 λεβέντη απ' όλους, κι' έρηξε λες ύψος σα φυντάνι, σα δέντρο εγώ τον άντρωσα π' ανθίζει σε περβόλι, κι' έτσι στην Τρια τον έστειλα να πολεμήσει Τρώες μ' αρμάδα αναφρυδόπλωρη, μα πια δε θα γυρίσει ξανά να τον δεχτώ η πικρή στο γονικό του πύργο. 60 Μα κι' όσο ζει και βλέπει ήλιου αχτίδα, πάλε ακόμα πάθια τον δέρνουν και καμιά βοήθια εγώ δεν τούμαι.

Γιόνε αφού μούδωκε λαμπρό της δόλιας να γεννήσω, πρώτο λεβέντη, κι' έρηξε λες ύψος σα φυντάνι, σα δέντρο εγώ τον άντρωσα π' ανθίζει σε περβόλι, κι' έτσι στην Τρία τον έστειλα να πολεμήσει Τρώες 440 μ' αρμάδα αναφρυδόπλωρη, μα πια δε θα γυρίσει ξανά ναν τον δεχτώ η πικρή στο γονικό του πύργο. Μα κι' όσο ζει και βλέπει ήλιου αχτίδα, πάλε ακόμα πάθια τον δέρνουν και καμιά βοήθια εγώ δεν τούμαι.