United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι λέγοντας εμίσευσαν, και επήγαν εκεί σιμά, που ήτον η Ρεσπίνα και ευθύς που την είδεν ο καραβοκύρης από μακριά, του ήρεσε, και ούτως εμέτρησε τα εκατόν φλωριά εις τον νέον, ο οποίος παίρνοντάς τα εμίσευσε προς την χώραν.

ΑΝΤΩΝ. Έλα· άλλο δεν έχω να ειπώ. ΓΟΝΖ. Ελέγαμε, Κύριε, πως τα φορέματά μας φαίνονται τώρα καινούρια, σαν τον καιρό που ευρισκόμασθε στο Τούνεζι, στο γάμο της θυγατέρας σου, που τώρα είναι βασίλισσα. ΑΝΤΩΝ. Κ' η αξιολογώτερη απ' όσες ποτέ επήγαν εκεί! ΣΕΒΑΣΤ. Παρακαλώ, από τον καιρό της χήρας Διδώς. ΑΝΤΩΝ. Ναι, της χήρας Διδώς. Η χήρα Διδώ!

Και οι μεν ανέβησαν εις τα εκεί ναυλοχούντα πλοία, οι δε έσυραν εις την θάλασσαν άλλα, άλλοι δέ τινες έδραμαν προς υπεράσπισιν των τειχών ή προς το στόμιον του λιμένος. Τα δε πλοία των Πελοποννησίων, παραπλεύσαντα και κάμψαντα το Σούνιον προσωρμίσθησαν μεταξύ Θορικού και Πρασιών, ύστερον δε επήγαν εις Ωρωπόν.

Ο βασιλεύς και ο βεζύρης βλέποντας πού εκατοικούσεν, ευθύς επήγαν διά να τον εύρουν. Ο διδαχτής τους εδέχθηκε με μεγάλον σέβας· και έπειτα τους ηρώτησεν, αν είχαν τίποτε διά να τον προστάξουν. Τότε ο Βεδρεδίν εβγάζει μίαν σακκούλαν με φλωριά και την βάνει εις το χέρι του διδαχτή λέγοντάς του. Εγώ σου κάνω τούτο το δώρον με συμφωνίαν όμως ότι να μου φανερώσης τα έσωθεν της καρδίας σου.

Την άλλην ημέραν, ήτις ήτον η παραμονή του γάμου, ο γαμβρός υπέμνησε και πάλιν την απαίτησιν. Τότε ο Στάθης είπεν ότι δεν έχει πλέον χρήματα, επειδή όσα είχεν εις χείρας επήγαν όλα για έξοδα, και ας δώση τα χρήματα ο Θανάσης, αν θέλη. Αυτά είπεν εις τον γαμβρόν. Εις δε τον Θανάσην είπεν·Αυτά να του τα δώσουμε για πανωπροίκι, να στεφανωθή, κ' ύστερα, τι λες κ' εσύ;

Κοντά του είδε τους σοφούς· τον Αλαμάνο, το Γκενεβέζο και τον Περαχώρα. Τους γνώρισε αμέσως γιατί πολλές φορές επήγαν να ζητήσουν κι απ' αυτόν παλιά χερόγραφα και βιβλία. Είχαν κ' οι δικοί του πρόγονοι τέτοια. Βέβαια δεν ήταν όμοια με τα βιβλία του Ευμορφόπουλου· σοφία δε μοίραζαν.

Εκείνοι που επήγαν γυρεύοντάς το δεν εδευτέρωσαν τον σκοπό τους. Έχει, σου λέγουν, κατιτί πλάνο κ' επίβουλο και αλλάζει χρώματα και αλλάζει σχήματα και γλυστρά σαν χέλι και θεμελιώνεται σαν πύργος και φωσφορίζει σαν ωκεανόψαρο, που παραλεί το σώμα με το πρώτο αντίκρυσμα. Το ξανθό βασιλόπουλο μάταια ζητεί ν' αγκαλιάση την ποθητή του! Εγώ από μικρός που το άκουα μ' έπιανε κάποιο αίσθημα παράξενο.

Το Μέγα Σάββατον δε, μικρόν μετά τα μεσάνυκτα, η μήτηρ εξύπνησε τον Ευαγγελινόν και την Μόρφω, κ' ενώ εσήμαιναν διά μακρών οι κώδωνες, επήγαν εις την εκκλησίαν, όπου εψάλη το «ω γλυκύ μοι έαρ» και άλλα ακόμη παθητικά άσματα.

Ο Κουλούφ δεν ετόλμησε να εναντιωθή του αυθεντός του, ο οποίος ενδυνόμενος με το φόρεμα του σκλάβου, προς το βράδυ επήγαν εις την πόρταν του μιτζιτιού. Δεν επέρασε πολύ, και είδαν την γραίαν που ήλθεν, η οποία είπεν· τον σκλάβον δεν κάνει χρεία να τον πάρης, απαραίτησέ τον και έλα μόνος σου.

Το ονάριον επάτει ως επάνω εις βαμβάκια στρωμένα, έτρεχεν, έτρεχε κι' ο παπάς καβάλλα . . . Έτρεχε κ' η συντέκνισσα απ' οπίσω απ' την ουράν, γνωρίζουσα με ελαφρά τινα επιφωνήματα και με μίαν βέργαν την οποίαν εκράτει, να κάμνη το υποζύγιον να τρέχη. Έτριζε το χιόνι υπό τα βήματα. Επήγαν από τον κάτω δρόμον, το ρέμμα-ρέμμα, όπου δεν είχε πιάσει πολύ το χιόνι.