United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σήμερον δεν προμαντεύουν οι αστρονόμοι γεννήσεις μεγάλων ανδρών, και πτώσεις βασιλέων, και πολέμους, όπως άλλοτε· αλλά καίτοι περιορισθέντες μόνον εις την πρόγνωσιν του καιρού, φαίνεται ότι δεν έχουν εις την επιστήμην των όσην πεποίθησιν είχεν ο παπάς εις τον χοίρον του.

Μετά την απόλυσιν της λειτουργίας, έπρεπε να μένη επ' ολίγον εις την αυλήν της εκκλησίας και να χαιρετά τους χωριανούς, θέτων το χέρι επί του στήθους και υποκλίνων την κεφαλήν: «Καλή μέρα τςαφεντιάς σας». Έπειτα νακροάται τους χωριανούς συζητούντας και λύοντας τας διαφοράς των ενώπιον των προεστών, «για να παίρνη πράξι». Εις το τέλος δε, όταν θα εξήρχετο ο παπάς, να πλησιάζη να του φιλή το χέρι και να φεύγη.

Όπως δούλεψε έτσι απόλαψε, κι' όπως έστρωσε έτσ' πλάγιασε! Θεός σχωρέσ'τον όμως, ας πούμε τώρα! Σε λίγο ήρθε κι' ο παπάς να σηκώση το ύψωμα, για τ' όνομα του Γιάννη. Πρώτη φορά, αφόντας ξενιτεύτηκε ο Γιάννης, θρονιάζονταν η χαρά στο ταπεινό σπιτοκάλυβο της κάκως της Μήτραινας!! Κόντευε το βασίλεμα ήλιου της παραμονής των Χριστουγέννων. Έβρεχε δυνατά κι' ο καιρός φαίνονταν άγριος.

Ο παπάς σήκωσε τα χέρια του και μούντζωσε κατά την πόρτα. — Κάνε υπομονή, ευλογημένε. Έφτασα. Πήγε μόνος κ' έσυρε το μάνταλο της πόρτας. Ο Γιώργης ο Αλυφαντής χύμηξε μέσα. — Παπά μου, για το Θεό, πρόφτασε! Χάνεται ο πεθερός μου. Πρόφτασε να τον μεταλάβης. Τελειώνει... Του κόπηκαν τα γόνατα. Έγινε χλωμός, σαν το κερί.

Την επανάσταση τον 1866 καταφύγαμε σ' ένα χωριό, ορεινώτερο από το δικό μας, για να γλυτώσωμε από τους Τούρκους. Εκεί μας φιλοξένησε για κάμποσο καιρόν ένας παπάς Σύγγελος· κ' ήμουν ευτυχής, γιατί μούδιδαν μέλι και καρύδια, αλλά περισσότερο γιατί μάρεσαν οι θυγατέρες του Συγγέλου, δυο κορίτσια λευκά κι αφράτα. Η αγάπη μου δεν ήτο προσωπική και δεν γνώριζε αποκλειστικότητες.

Το μεσημέρι όλοι μαζεύτηκαν κάτω από το δέντρο, γύρω από τη φωτιά, και ο παπάς κάθισε στη μέση. Ο καιρός ξάνοιγε, μια χρυσή ηλιαχτίδα από το ζενίθ περνούσε μέσα από τα σύννεφα και έπεφτε κατ’ ευθείαν επάνω στο δέντρο όπου γινόταν το φαγοπότι.

Ο βοσκός, ο σύζυγος της λεχούς, και ο σύντροφός του, ο αδελφός εκείνηςοίτινες τώρα μόλις είχον έλθει με το κοπάδι από το πέραν Μέγα ρεύμα, όπου είχον οδηγήσει εις το υπήνεμον τα πρόβατατους επερίμεναν. — Έρχονται, έρχονται! — Είναι κι' ο παπάς μαζύ.

Φοβάται το χιόνι ο παπάς. Από τη χρονιά που ήλθε και τον έκλεισε το χιόνι, έκοψαν τη γιορτή. Ούτε άλλος κανένας άνθρωπος ήρθε. Ούτε η θεια Μυγδαλίτσα. Και δεν έχομε και λίγο λάδι ν' ανάψουμε τα κανδήλια. Εγώ λέγω να κοιμηθούμε κομμάτι όσο να βράση το φαή. Εσύ, μικρέ, να κάμης ένα καλό τζουρβά. Θα φάμε τα μεσάνυχτα. Χριστούγεννα τα λένε αυτά. Τι λες Κουτσογεώργη;

« Και πώς εσύ πιστεύεις πως θα πας 'στου Αβραάμ τους κόλπους να το στρώσης, αφού δεν σ' εμνημόνευσε παπάς, γιατί λεπτό δεν έχεις να του δώσης; «Πού κόλλυβα για σένα και παπάδες; πού είναι προσφοραίς και θυμιάματα, πολύφωτοι λαμπτήρες και λαμπάδες, ευχαίς και λειτουργίαις και τρεχάματα;

Είνε η μόνη ικανή να κάμη και τον δειλότερον κατάδικον ν' αντικρύση χωρίς φόβον την φούρκαν ή την καρμανιόλαν. — Και εις τι συνίσταται αυτή η εφεύρεσις; ηρώτησα μετά περιεργείας. — Εις το να μη πιστεύη ο κατάδικος ότι πρόκειται να τον κόψουν ή να τον κρεμάσουν. — Τούτο, παρετήρησα, φαίνεται κάπως δύσκολον, όταν έχη έμπροσθέν του την μηχανήν και αφού του υπεσχέθη τον παράδεισον ο παπάς.