United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φύγε άνε μαγαπάς, μην έρθ' ο Στρατής ... — Δεν είν' ο Στρατής και μη φοβάσαι, είπεν ο Μανώλης, αφού παρετήρησεν εκ νέου υπέρ τον φράκτην. Μα δε σου λέω; Έλα να φύγωμε κετσά γλυτώνομε κιαπού το Στρατή. Ακούς; Φωνή εφήβου άδοντος έλεγεν: Ανάθεμα που βρη καιρό κι' άλλο καιρό ανημένει, Γιατί, ο καιρός τα πράμματα ανάποδα τα φέρνει.

Ήτο μίαν στιγμήν μετά την έξοδον του Πλήθωνος. Ιδρώς αγωνίας περιέβρεχε το μέτωπον αυτής, και στραφείσα προς τον Πρωτόγυφτον, όστις είχε ανοικτούς τους οφθαλμούς, τω είπε·Σηκώσου γρήγορα να πάμε. Ο Γύφτος τρίψας τους οφθαλμούς απήντησε προς αυτήν·Πού θέλεις να πάμε; — Να φύγωμε απ' εδώ! είπεν η Αϊμά ανορθωθείσα. — Τι σου ήλθε πάλι; είπε ψυχρώς ο Πρωτόγυφτος. Έπαθες τίποτε μες τον ύπνον σου;

Εγώ είμαι ικανός να σε γλυτώσω, αν σε πειράξη κανείς. Αύριο πρωί σου υπόσχομαι άμα ξυπνήσωμε, να φύγωμε μαζή. Μείνε. Σου το υπόσχομαι. — Διατί να με φέρης εδώ; ηρώτησεν η Αϊμά. — Δεν σ' έφερα διά κακόν σκοπόν, σου το ορκίζομαι. — Και τίνος είνε αυτό το σπίτι; — Είνε... ενός καλού ανθρώπου... αυτός σε αγαπά πολύ, αλλά δεν θέλει στανικώς να σε πάρη. Αν θέλης να τον ακολουθήσης...

Η Αθήνα φάνταξε μπροστά της σαν ένας Παράδεισος γεμάτος αγγέλους, που πέφτουνε στα πόδια των κοριτσιών και τα προσκυνάνε. Δεν έβλεπε την ώρα πότε να φύγουνε. — Και πότε με το καλό θα φύγωμε, ψυχομάννα; — Το γρηγορώτερο, παιδί μου. Την Κυριακή περνάει το βαπόρι. Έχομε τρεις μέρες ακόμη. Πιάσε να συμμαζέψωμε σιγά-σιγά τα σκουτιά μας, να βολέψωμε τις δουλειές μας και να ρίξωμε πέτρα πίσω μας.

Και κουμπάρος; — Ένας βοσκός. Τόσοι βοσκοί 'νε στον Ομαλό. Κύστερα σα θες κατεβαίνουμε στο χωριό που θάνε κέτοιμο το σπίτι. Μα 'γώ, άνε μ' ερωτάς, έχω καλλίτερα να κάτσωμε παντοτεινά στα όρη και το χειμώνα να κατεβαίνωμε με τα ωζά μας στη γιαλιά να ξαχειμωνιάζωμε. Εσένα δε σ' αρέσει αυτή η ζωή; — Ό,τι σαρέσει 'σένα μ' αρέσει και μένα. — Τότε έλα να φύγωμε. Η Πηγή εσκέπτετο.

Το στόμα μου έγινε φαρμάκι. «Πάμε, μάννα, να φύγωμε», λέω στη γρηά μου. Φύγαμε. Μου ανάψανε τα αίματα. Περνώ την άλλη μέρα· ήτανε στο παραθύρι. — «Καλησπέρα, καπετάνιο». — «Καλησπέρα». — «Κακιωμένος είσαιΜέγας είσαι, Κύριε, με τούτο το κορίτσι. Έχασα το μπούσουλα. Ζυγώνω στο παράθυρο. Κόβει ένα κλωνί βασιλικό και μου το δίνει. — «Να μη κακιώνης άλλοτε». Είχε μια γλύκα η φωνή της.

Στα όρη· εκειά πούχομε τα ωζά μας. Όπου κιάνε πάμε θάμεστα καλά, σα θάμεστα μαζή. — Δε μπορώ να κάμω ανεβουλής του κυρού μου και ταδερφού μου. Μα γιάειντα δεν έχεις απομονή; Ο Μανώλης ανετινάχθη όταν ήκουσε την λέξιν υπομονή, μίαν λέξιν την οποίαν δεν ενόει και την οποίαν εις την περίπτωσιν του εθεώρει αδύνατον. — Δεν κατέω 'γώ απομονή και ξαπομονή, μόν' αυτό που σου λέω. Θάρθης να φύγωμε;

Σύρε και τη μεγάλη κασσέλα από κάτω απ' το κρεββάτι, να ρίξω μια ματιά στα ρούχα, να τα τινάξωμε πριν φύγωμε, ν' αλλάξωμε και τις λεβάντες για το σκόρο... Η μεγάλη κασσέλα είχε μέσα τα προικιά της Ταρσίτσας, πλούσια προικιά, μεταξωτά και νταντέλλες και κεντήματα ξακουστά σ' όλο το νησί, σαράντα χρόνια τώρα. ... Φύγανε κ' ήρθανε στην Αθήνα. Τρεις μήνες είχε πια η Ταρσίτσα στο σπίτι του παπά.

»Τώρα που εκόρνιασαν κι' ολόγυρά μου Σκοτάδι τρίδιπλο με πλημμυρεί Πάρ' το δισάκκι σου, πάρ' τάρματά μου, Ξύπνα να φύγωμε πριν έρθ' η αυγή.» »Θέλω το χάραμμα, πώβγαινε πρώτο Και μου καμάρονε τη λεβεντιά, Ταγέρι πώτρεχε, χνώτο με χνώτο, Και μου ζωντάνευε τα σωθικά

Μίαν εσπέραν κατώρθωσε να ομιλήση καθ' οδόν με την Πηγήν, επιστρέφουσαν από την βρύσιν. — Δεν είνε ζωή τουτηνέ, της είπε. θα πλέκη ακόμη πολύν καιρόν αφέντης σου; Είντα τα θέλει τοσανά κοφινοκάλαθα; — Θέλει να πάη στη Μεσαρά να τα πουλήση. — Τότε ζήσε, Μάη μου ... Έπειτα μετά στιγμιαίαν σκέψιν: — Για να σου 'πώ, Πηγιό, της είπεν. Έρχεσαι να φύγωμε ... .να σε κλέψω; — Και πού θα πάμε;