United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και απέσυρα διά της βίας από τα δάκτυλά του την άκραν του υφάσματος, το οποίον κατέπεσε και εκάλυψε την φρικώδη ζωγραφίαν. Ο Νίκος κατέβη από την κλίνην και εκάθισεν επ’ αυτής. Ήτο κάτωχρος. Έλαβα εκ της χειρός του τον λύχνον και τον κατέθεσα επί της τραπέζης. Ήθελα να είπω τι διά να τον καθησυχάσω, αλλ' αι λέξεις δεν ανήρχοντο εις τα χείλη μου.

Στέκουνταν ασάλευτος, ανάσαστος, τα μάτια στηλωμένα απάνω της, μισανοιγμένα τα γελαζούμενα χείλη του, ως είκοσι βήματα μακριά. Δεν του ξέφυγε μήτ' ένα της κίνημα. Όλα τα είδε, ταποκαμάρωσε, τάννοιωσε. Ίδρος ψιλός τον περέχυνε τότες που η Ασήμω κοίταζε το σταφύλι. Σύφλογη λαχτάρα τον περιτύλιξε και του στέγνωνε το λαρύγγι.

Οι οφθαλμοί του διεστάλησαν και ηκτινοβόλησαν, ο στόμαχός του ησθάνθη ανεκλάλητον σπασμόν ηδονής, και τα χείλη του συνεδιπλώθησαν λείχοντα το έν το άλλο, εν ευφροσύνω παραισθησία. Τι ήτον εκείνο το οποίον έβλεπεν! Ουδέν είχε φάγει άλλο από πρωίας, ή μικρόν, μικροσκοπικόν τεμάχιον άρτου, αλιευθέν επιπόνως εκ των αποβλήτων περιτριμμάτων προστύχου μαγειρείου.

Ουδενός τα χείλη εις το εξής μη την ψαύσουν και ουδεμία χειρ ας μη την μεταχειρισθή προς τιμήν άλλης θεότητος! Και η κύλιξ εθραύσθη επί του λιθοστρώτου του σκεπασμένου με ελαφρόν στρώμα σαφρά. Αλλά, βλέπων την έκπληξιν των βλεμμάτων: — Φίλοι, υπέλαβεν ο Πετρώνιος, χαρείτε. Το γήρας και η αδυναμία είνε θλιβεροί σύντροφοι των τελευταίων ετών μας.

Μα μήτε τα χείλη του δεν είχαν πια τώρα συμμαζεμό, κι άλλο δεν ιστορούσε η όψη του παρά τους πόνους και τάλλα τα σημάδια του αλύπητου χρόνου. Και τους πόνους του όμως και τάχαρα τα σημάδια τω γερατειών τα είχε καταπονεμένα η ελπίδα κ' η χαρά που πάλι μπρος του, γλυκόφεγγε κ' ίσως μάλιστα και τα χείλη που παρατρεμούλιαζαν είταν από την πολλή τη χαρά.

Βλέπουσα κύπτον επ' αυτήν εις το γλυκύ φως το πρόσωπον του Βινικίου, εφαντάσθη ότι δεν ευρίσκετο πλέον εις τον κόσμον τον εδώ. Αφού δεν ησθάνετο κανένα πόνον, εμειδίασεν εις τον Βινίκιον και ηθέλησε να ζητήση πληροφορίας, αλλά τα χείλη της εξέφεραν ψίθυρον σχεδόν ακατάληπτον, εις το οποίον ο Βινίκιος διέκρινε μόνον το όνομά του.

Ο Βινίκιος δεν ήτο ολιγώτερον μεθυσμένος από τους άλλους. Το πρόσωπόν του το μελαψόν είχε γείνει μελανοκόκκινον και με το κολλώδες στόμα του εζήτει να περιπτυχθή την Λίγειαν και έλεγεν εις αυτήν μεγαλοφώνως: — Δος μου τα χείλη σου. Σήμερον ή αύριον τι διαφέρει! Αρκετά επερίμενα. Ο Καίσαρ σε ανέλαβεν από τους Αούλους διά να σε προσφέρη δώρον εις εμέ, Με εννοείς!

Αλλ' ο αείμνηστος αρχιεπίσκοπος της Χαλκίδος, ο Καλλίνικος, ο εξ Άνδρου, Καλλίνικος ο Καμπάνης ένας αρχαιοπρεπής και γλυκύτατος Δεσπότης, με τας ωραίας λάμψεις του βλέμματός του τας πατρικάς, και το μειδίαμα της πραότητος εις τα χείλη, όστις, μεγαλοπρεπής εις όλα, ήθελε και εις τα χωρία ακόμη να επιδεικνύη την αρχοντικήν του παράστασιν επιβάλλουσαν, συνήθιζε πάντοτε να καταλύη εν τω στοιχειωμένη τούτω μεγάρω, του οποίου δωμάτιά τινα, εν τω κάτω πατώματι, ήσαν κατοικήσιμα.

Είχε μέτριο ανάστημα, χοντροπελεκημένο κορμί, στρογγυλό κεφάλι, πλατειές πατούσες. Χοντρές και ξανθοκόκκινες οι παλάμες του, έλεγες πως ήταν βουτημένες στο ριζάρι. Το πρόσωπό του στρωτό με χείλη χοντρά και μύτη πλακουτσή θύμιζε πουρναρόρριζα. Τα μάτια του σαν μικρά και κρύα τα σαλιγκάρια. Καθώς ήταν στα μάλλινα φορέματά του έμοιαζε με σακκί παραγεμισμένο από σάρκες και κόκκαλα.

Και άλλο ανέκδοτο ανέβαινεν εις τα χείλη του· η ιστορία άλλου αφελούς βοσκού, όστις κατέφυγεν εις ιατρόν διά να του θεραπεύση παράδοξον και οχληρόν νόσημα. Και αν δεν τον ημπόδιζεν η παρουσία της θυγατρός του, θα το έλεγεν, αδιαφορών αν θα κατελαμβάνετο υπό νέου πανικού ο υιός του. Τόσον το επίκαιρον της ιστορίας τον εγαργάλιζεν.