United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ειδεμή χωρίς να το αντιληφθή κανείς, είναι δυνατόν να δημιουργή αντί της σοφίας την πανουργίαν, καθώς λέγουν, καθώς ημπορεί να ιδή τους Αιγυπτίους και τους Φοίνικας και πολλά άλλα έθνη που κατήντησαν από την ανελευθερίαν των άλλων ασχολιών και κτημάτων των, είτε διότι ανεφάνη εις αυτούς κάποιος μηδαμινός νομοθέτης και τα έκαμε αυτά, είτε κακή τύχη τους έπεσε, είτε και κάποια παρομοία φύσις.

Και βλέποντας τον ο Ρωμαίος ο Ορύβιος πως πότε ξεφάντωνε και πότε κοιμούνταν, έπεσε μια αφέγγαρη νύχτα καταπάνω των ανθρώπων του, κι άλλους έκοψε, άλλους έπιασε. Ο ίδιος ο Απελλικώντας από τρίχας γλύτωσε κ' έφυγε. Σύχασε τότες η Δήλο, μα δεν ξανάνοιξε μάτι πια. Ως τόσο άρχιζε στα περίχωρα της Αθήνας το φοβερό το δράμα του Σύλλα.

Δι' ενός βλέμματος είδε την ταραχήν και τον πόνον της Αϊμάς, είδε το δέμα όπερ έφερε περί το μέτωπον και έπεσε παρ' αυτήν έξαλλος. — Τι έχεις, Αϊμά; είπεν. Η νεάνις δεν ηδυνήθη να αρθρώση λέξιν, είδε μόνον τον Μάχτον και εφάνη ως να μη τον εγνώριζε. — Τι έπαθες, Αϊμά: επανέλαβεν ο νέος. Ο υπερασπιστής της Αϊμάς έσπευσε ν' απαντήση αντ' αυτής. Της έσπασε το κεφάλι μία πέτρα.

Συνελθών δε εις εαυτόν, έπεσε γονυπετής ενώπιον του γέροντος πατρός του, και χύνων δάκρυα μετανοίας εζήτει συγγνώμην. Σωφρονισθείς δε έκτοτε υπό των ανωτέρω λόγων του παιδός του, εξηκολούθησε διατρέφων και περιθάλπων τον ασθενή πατέρα του, μέχρις ου ο γέρων μετέβη εις την άλλην ζωήν, ευλογών και τον μετανοήσαντα υιόν του και τον αγαπητόν του Θωμάν.

Ήτον υπέρ τα δύο μέτρα το ύψος, αλλ' ο Μούρος ήτον ελαφρός, ευκίνητος, κάτω δε το έδαφος ήτο στρωμένον με πελεκούδια και πριονίδια κ' έφθασε κάτω όρθιος και αβλαβής. Τρέχων ως άνεμος, ανέτρεψε τον χωροφύλακα, όστις έπεσε βαρύς έμπροσθεν της εξωτερικής σκάλας, κ' έφυγεν, ο Μούρτος, ως αστραπή. Έτρεξεν επάνω εις τα Κοτρώνια, εις την κατοικίαν των γλαυκών.

Υπήρχον όμως και άνθρωποι, οι οποίοι θα ηδύναντο να τω παράσχωσι βοήθειαν. Με την ελπίδα ταύτην, ήρχισε να κραυγάζη δι' όλων των δυνάμεων, αλλ' αυτή ήτο η εσχάτη προσπάθειά του. Ο κόκκινος πέπλος έγινεν ερυθρότερος ακόμη προ των οφθαλμών του, οι πνεύμονες του εστερούντο αέρος. Έπεσε. Εν τούτοις τον ήκουσαν, ή μάλλον τον διέκριναν, και δύο άνθρωποι προσέτρεξαν με φλασκιά ύδατος.

Στο λιμάνι το έρημο δύο τρεχαντήρια στο μώλο αργοσάλευαν απάνω στα νερά. Αντίκρυ ο Άη-Παντελέημονας, με το μισό καμπαναριό, ασοβάντιστος, όπως έμεινε από τον καιρό που έπεσε η δυστυχία στο νησί, αλειτούργητος, ρημαγμένος, άπλωνε μια λυπητερή σκιά ολοτρόγυρα.

Από το αίμα στα χέρια της πολυθρόνας μπορούσε κανείς να συμπεράνη πως επυροβόλησε καθήμενος μπρος στο γραφείο του· πως έπειτα έπεσε με σπασμούς και κυλίστηκε γύρω στην καρέκλα. Ήτανε στο παράθυρο, παραλυμένος, ανάσκελα, με όλα του τα φορέματα, με τα παπούτσια, με γαλάζιο επανωφόρι και κίτρινο γελέκο. Όλο το σπίτι, η γειτονιά, η πόλις αναστατώθηκε. Ο Αλβέρτος εμπήκε.

Αίφνης δε, ενώ ο ουρανός ήτο αίθριος και ήρεμος, συνεσωρεύθησαν νέφη, θύελλα εξερράγη και έπεσε βροχή ορμητικωτάτη ήτις έσβεσε την πυράν.

Η δίκη αυτή έβγαλε στη μέση ανοησίες και αχαριστίες τερατώδεις. Ο Wilde έπεσε και στη θεληματική πεισματάρικη ξεχασιά των συμπατριωτών του, τα βιβλία του εκάησαν, τα θεατρικά του έργα αποκλείσθηκαν από το θέατρο, τα έπιπλά του πουλήθηκαν σε δημοπρασία και λίγο έλειψε να βάλουν και φωτιά στο σπίτι του.