United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από τας πρώτας φροντίδας του Μανώλη ήτο να κάμη γνωστήν εις την θυγατέρα της χήρας την μεταβολήν της καταστάσεώς του, αφού χάριν αυτής είχε γίνει καφετζής. Ζωσμένος λοιπόν ως ποδιάν μαντήλι χρωματιστόν, επέρασε προ της οικίας της Ζερβούδαινας, όταν δε είδε την Μαργήν, της εφώναξεν: — Αι! ... είντά 'χεις εδά να πης, Μαρούλι; Δεν είνε μόν' ο Σμυρνιός καφετζής· είνε κιάλλος.

Τότες κι' άντρας έπεφτε, καν θάχε κι' άντρας σφάξει. 280 Τώρα γραφτό μου απ' άτιμο χαμό να πάω στον τάφο ζωσμένος σε νεροσυρμή, σαν γουρουνιών κοπέλι που σε χαντάκι πνίγεται περνώντας το χειμώναΕίπε, κι' εφτύς ο Ποσειδός κι' η Αθηνά κοντά του πήγαν και στέκουν, με μορφή σαν άντρες, κι' έτσι θάρρος 285 του δίνουν, μες στα χέρια τους τα χέρια του κρατώντας.

Πλαγιάζει ο λειονταρόψυχος! Του ύπνου του η ώραις Όσο κι' αν φύγουν γρήγορα, μεσότοιχο θα γένουν Ν' αποστομώσουν το θολό, τ' αγριωμένο κύμα Του χρόνου που μας έπνιξε. Μ' εκείνην τη ρανίδα Πώσταξ' από τα μάτια του, θα ξεπλυθή η μαυράδα Που ελαίρονε της μοίρας μας το νεκρικό δεφτέρι. Ο Διάκος στο κρεββάτι του, ζωσμένος τη φλοκάτη Σαν αητός μες τη φωλειά, ολάκερο ένα γένος Έκλωθ' εκείνην τη βραδειά.

Αυτό είνε καθώς εσύ το ηξεύρεις καλώτατα, ένα είδωλον, καμωμένον από φίλδισι, μιας μεγαλειότητος υπερβολικής· οι οφθαλμοί του είνε από δύο μεγάλα καρβούνια, εις το κεφάλι έχει μίαν κορώναν από ρουμπίνια πολύτιμα, και είνε ζωσμένος με ένα κεμέρι όλον από διαμάντια. Έμεινα εκεί όλην την ημέραν.

Η θάλασσα ασπρογάλαζη, εκαθρέφτιζε τους ίσκιους των νησιών και αυλακωνόταν από τα ρέματα, σαν πλατύς κάμπος κιμωλίας, ζωσμένος από δρόμους και μονοπάτια.

Ζωσμένος το σπαθί του, μ' αμπολυμένα χαλινάρια, — στα τέσσερα, — είχε φύγει ο Γκορνεβάλης από την πολιτεία. Ο Βασιληάς θα τον έψηνε ζωντανό, αντί του αφεντικού του. Απάντησε τον Τριστάνο στο γιαλό κι' ο Τριστάνος φώναξε: «Δάσκαλε, ο Θεός με λυπήθηκε! Α! δυστυχισμένος εγώ! Τι με ωφελεί; Χωρίς την Ιζόλδη, τι μ' ωφελεί; Γιατί καλλίτερα να μην γίνω κομμάτια στο πέσιμο!

Αυτά 'πε κ' εβλεφάρισε· και ακονισμένο ξίφος ο ποθητός εζώσθ' υιός του θείου Οδυσσέα, κοντάρι εφούκτωσε κ' ευθύςτο πλάγι εκείνου εστήθη, σιμάτον θρόνο, κ' έλαμπε με τ' άρματα ζωσμένος Ραψωδία Χ

Και αφού τους άλλους πρόσταξα αγαπητούς συντρόφους σιμάτο πλοίο να σταθούν και αυτού να το φυλάγουν, διάλεξα δώδεκ' απ' αυτούς κ' εκίνησα μαζή τους. 195 κ' είχ' ασκί τράγινο, γλυκό μαύρο κρασί γεμάτο• μου τόχε δώσει ο Μάρωνας, ο γόνος του Ευανθέα ιερέας του Απόλλωνα, προστάτη της Ισμάρου. με τον υιόν τον σώσαμε και με την σύντροφόν του, φοβούμενοι, ότι εγκάτοικοςτο δάσος αυτός ήταν 200 του Φοίβου Απόλλωνα, και αυτός λαμπρά μου 'δωσε δώρα. επτά μου 'δωσε τάλαντα, έργα χρυσά και ωραία, κ' έναν κρατήρα ολάργυρο• και δώδεκα λαγήναις άδολο γέμισε κρασί, γλυκό, πιοτόν ουράνιο, 'που δεν το γνώριζε κανείςτο σπίτι του υπηρέτης, 205 ούτε θεράπαιν', αλλ' αυτός και η πολυαγαπημένη γυνή του και η κελλάρισσα το ήξευρε μόνη μία• και ότ' έβαζε το κόκκινο γλυκό κρασί να πίνουν, εις μέτρα νερό δώδεκα έχυν' ένα ποτήρι, και απ' ευωδιάν ανέκφραστη τριόντιζε ο κρατήρας• 210 κανείς τότε δεν θα 'στεργε το κέρασμα ν' αφήση. μέγαλο ασκί πήρ' απ' αυτό και τρόφιμα εις δισάκκι, ότι απ' αρχής εμάντευσεν η ανδρική ψυχή μου 'π' άνδρας ζωσμένος δύναμιν μεγάλην θα 'λθη εμπρός μου, άγριος, 'που δεν θα εγνώριζε δίκαια ποσώς ή νόμους. 215