United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λέγοντας αυτά τα λόγια, έσκυψε με δακρυσμένα μάτια να κολλήση το κερί, που κρατούσε, ψηλά στο σαρακωμένο και βαγισμένο νεκρικό κουτί, κι' έτσι να προσφέρη μια μικρή ελεημοσύνη στον φτωχό Κατωκοσμίτη, που βρίσκονταν στα σκοτεινά, αλλ' εκεί, που κολλούσε το κερί, έπεσε το μάτι του στα κάτασπρα γράμματα, που είταν γραμμένα ψηλά στο μαύρο κουτί, κι' έμπηξε ένα μεγάλο ξεφωνητό με όλη τη δύναμη της καρδιάς του, σα να τον είχε τσιμπήσει στην καρδιά οχιά πικρή, η κακή μονομερίδα.

Η άρρωστη ήτο μόνη στο σπίτι και στο κρεβάτι πλαγιασμένη. Ανασηκώθηκε λίγο το νεκρικό της κεφάλι και τα μάτια της ήσαν γεμάτα θλίψη και φόβο. — Μα όσα μούδωκε η μοίρα μου, είπε, δε φτάνουνε; Έχω κιάλλα να σύρω; — Δεν είν' η μοίρα σου. είπε η μητέρα μου, είν' η κακία σου. Είσαι κακή και διαστρεμμένη και κατά τα έργα σου έχεις και ταποδόματα σου.

Κι' αφτή στη μέση πρόβαλε, η σεβαστή του η μάννα, που πήγε τον αγκάλιασε με συμπονιά και τούπε «Πονάς, παιδί μου, μα άφισ' τον στο νεκρικό του στρώμα το μάβρο αφτό, αφού πήγε πια από θεών κακία, και δέξου αφτά απ' τον Ήφαιστο τα όπλα, ξακουσμένα 10 πανώρια, π' όμια αντρός κορμί δε ζώστηκε ως στα τώρα

Και καθώς τα σμπρώχναμε, για να περάσουμε, 'τινάζουνταν πένθιμα με μολυβένια θλίψη και μ' έν' λυπηρό, λυπηρότατο τρίξιμο απάνω στα κεφάλια μας, στους ώμους μας, απάνω στο σαμάρι, απάνω στα κορμιά των αλόγων που τα κουδούνια τους κρεμασμένα προς τα κάτου έχυναν έναν αχό μελαγχολικό, πολύ σιγαλό, αγάλι' αγάλια και πένθιμο, απάνω κάτω σα νεκρικό σκοπό.

Η θλίψη τώρα είχε φύγει από το νεκρικό θάλαμο σαν πουλάκι φοβισμένο. Το αίσθημα υποχώρησε στα λόγια. Δεν ηύρε θέση να τρυπώση παρά στα στήθη της Ελπίδας και τον Δημητράκη. Οι ξένοι μ' ένα στεναγμό έβγαλαν και το βάρος από πάνω τους. Σήκωσαν το κεφάλι, κύτταξαν προσεχτικά το ρήτορα και τα πρόσωπά τους δείχνονταν γαληνεμένα σα να μην έγινε τίποτα. Δεν ήταν όμως έτσι και τα δυο παιδιά.

Αλλά τη νύχτα, από το μνήμα του Τριστάνου ξεφύτρωσε ένας πράσινος και φουντωτός θάμνος με γερά κλαδιά, με άνθη αρωματικά. Σηκώθηκε απάνω από το ξωκκλήσι και βυθίστηκε στον τάφο της Ιζόλδης. Οι άνθρωποι του τόπου έκοψαν το θάμνο. Την άλλη μέρα ξαναφυτρώνει όμοια πράσινος, ανθισμένος, και ζωηρός και βυθίζεται στο νεκρικό κρεββάτι της Ιζόλδης. Τρεις φορές θέλησαν να τον κόψουν. Άδικα.

Που είσαι, Ελένη μου; Για εύγα να σε 'δούμεν Κι' από τη μαύρη μας καρδιά δυο λόγια να σε 'πούμεν». Και ολίγον κατωτέρω· «Διαβάτα που με θαυμασμό το μνήμα της κυττάζεις, Και τ' όνομά της στο Σταυρό το νεκρικό διαβάζεις, Ειπέ της ανθρωπότητος, ωραίε διαβάτα, Ότι ενταύθα κοίτεται υπό την μαύρην πλάκα».