United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν θέλει εμάς στο πείσμα μας, της Αθηνάς κι' εμένα 213 να λυπηθεί τ' ορθόβραχο καστρί και ναν τ' αφίσει 215 ολόρθο, και των Αχαιών να μην τους δώσει νίκη, ας μάθει αφτό, πως άσβυστο θάχουμε πάντα πάθοςΕίπε, κι' αφίνει το στρατό και πάει και μέσα μπαίνει στο κύμα, κι' αποθύμησαν τον Ποσειδό οι Αργίτες.

Είπε και από τα υπέρλαμπρα τ' ανώγια αυτή κατέβη. μόνη όχι• δύο θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν• και ως έφθασεν η αταίριαστη γυναίκα εις τους μνηστήραις, της καλοκάμωτης σκεπής σιμάτον στύλο εστάθητην όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντήλια• 210 κ' εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε. κ' εκείνοι ολιγοψύχησαν, και απ' έρωτα η ψυχή τους επιάσθη και όλοι ευχήθηκαν σιμά της να πλαγιάσουν. και αυτ' είπετον Τηλέμαχον, τον ποθητόν υιόν της• «Σου 'φυγε ο νους, Τηλέμαχε• σκέψι ποσώς δεν έχεις• 215 παιδ' ήσουν και πλειότερα τεχνάσματ' είχε ο νους σου. και τώρ' ότ' εμεγάλωσες και παλληκάρι εγίνης, και όποιος ιδή τ' ανάστημα και την καλή θωριά σου, και αν δεν σε ξεύρη, θα σε ειπή γέννημ' ανδρός μεγάλου, ορθόν δεν έχεις πλειά τον νου, σκέψι δεν έχεις πλέον. 220 ιδού πώς εις το σπίτι μας το έργο κείνο επράχθη, 'π' άφησες να κακουργηθή τούτος εμπρός σου ο ξένος• πώς τώρ', αν εις την σκέπη μας τύχη να μένη ξένος, και απ' όμοια κακοποίησι σκληρή συμβή να πάθη; την εντροπή και τ' όνειδος συ θα 'χης απ' τον κόσμο». 225

Έλεγε ψεύματα πολλά, και αλήθειαις ωμοιάζαν· και ως άκουε τα δάκρυα της ρέαν κ' η θωριά της έλυονε· και ως εις τα υψηλά βουνά λυόνει το χιόνι, 205 'που αφού το ρίξη ο Ζέφυρος ο Εύρος τ' αναλύει, και ως λυόνει εκείνο οι ποταμοί πληθένουν ενώ ρέουν, όμοια τα ωραία μάγουλατα δάκρυα της ελυόναν, ως έκλαιε τον άνδρα της καθήμενον σιμά της· και κείνος την γυναίκα του, 'που εθρήνει, εσυμπονούσε· 210 αλλ' ως κέρατ' ή σίδερο τα μάτι' ασάλευτ' ήσαν, 'ς τα βλέφαρ' ως αφάνιζε τα δάκρυα του με τέχνη. και αφούτον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, πάλιαυτόν απάντησεν, ωμίλησέ του κ' είπε· «Αλήθεια, ξένε, τώρα σε, θαρρώ, θα δοκιμάσω, 215 εάν εκεί τον άνδρα μου με τους λαμπρούς συντρόφους εξένισεςτο σπίτι σου τωόντι, ως τώρα λέγεις, ειπέ μου ποια φορέματα το σώμα του εφορούσε, και αυτόν και τους συντρόφους του παράστησε μ' ως ήσαν».

Κι' οι άλλοι κάθουντ' ήσυχοι στις θέσεις τους και μένουν, μονάχα ακόμα ο φαφλατάς Θερσίτης θορυβούσε, πούξερε πάντα ένα σωρό παλάβρες ν' αραδιάζει, και με τους πρώτους τάβαζε, τρελά με δίχως τάξη, ότι θα κάνει νόμιζε τους άλλους να γελάσουν. 215 Άλλο πιο μισερό κορμί δεν ήρθε πέρα απ' τ' Άργος.

Εχάρηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας, ότι μέσατην σύνοδον άνθρωπον είδε φίλον• 200 και μ' ελαφρότερην καρδιά τότ' είπε των Φαιάκων• «Τούτον, ω νέοι, φθάσετε τώρα, κ' εγώ κατόπι και άλλον θα ρίξω είτ' ως αυτού, είτε παρέκει ακόμη, και από τους άλλους Φαίακαις όποιον βαστά η καρδιά του, τόσο αφού μ' εχολεύσετε, να δοκιμάση ας έλθη, 205το γρόνθισμα, 'ς το πάλαισμα, 'ς τα πόδια, 'ς ό,τι θέλει, απ' όλους όποιος δήποτε, αλλ' όχι ο Λαοδάμας• ότ' είνε τούτος ξένος μου• ποιος μάχεται με φίλον; ανόητος και ουτιδανός όποιος ζητεί μ' εκείνον, 'που τον ξενίζει σπίτι του, 'ς αγώναις να παλαίση 210 εις ξένον τόπο, και πολύ τον εαυτό του βλάπτει. τους άλλους όλους δέχομαι, δεν αψηφώ κανέναν• αλλά να μάθω θέλω αυτούς και να τους δοκιμάσω. τιόσα είναι αγωνίσματα κακός εγώ δεν είμαι• να ψάχνω ηξεύρω ολόγυρα το στιλβωμένο τόξο, 215 και πρώτος ρίχνοντας κτυπώ μες των εχθρών το πλήθος άνδρ' όποιον θέλω, και αν πολλοί κοντά μου παραστέκουν σύντροφοι, και τα τόξα τους εις τον εχθρό τεντόνουν.

Έτζι είπε, και τελείοσε την άχαρη ζωή του· Και κρυό κουφάρι ακίνητο τεντόθη το κορμί του. Αυτό το μέγα το κακό ο Πινακάς θωρόντας, 215 Που τον Τριμμούδη από μακριά συντρόφευε ακλουθόντας, Φωναίς μεγάλαις έβγαλε, και βιαστικός κινάει, Τη συφορά που γίνηκε στους Ποντικούς μηνάει.

Πώς αραδιάζει ο μάστορης σε τοίχο ολόρθου πύργου πυκνές τις πέτρες, που βοριά να μην τις σπάει δρολάπι, έτσι τα κράνα γράμμιζαν κι' αφαλωμένα ασπίδια. Ασπίδα ασπίδα στήριζε, άντρα άντρας, κράνος κράνος, 215 κι' άγγιζαν τα φουντόκρανα με τους χαλκένιους γρόμπους σα σκύβανε· έτσι στη σειρά πυκνοί σταθήκανε όλοι.

Κι' η φλόγα αφού ξεθύμανε και χώνεψαν τα ξύλα, στρώνει τη θράκα, τα σουγλιά μ' αλάτι πασπαλίζει, τ' απλώνει απάνου απ' τη φωτιά, ακουμπιστά στις φούρκες. Κι' αφού πια τα καλόψησε και κένωσε σε δίσκους, 215 πήρε μες σ' ώρια κάνιστρα ψωμί, και στο τραπέζι τόβαλε απάνου.

Και αυτής ο πολυμήχανος απάντησε Οδυσσέας• «Σεπτή θεά, μη μου οργισθής για τούτο• κ' εγώ ξεύρω 215 παρά πολύ 'που ταπεινή θα εφαίνονταν εμπρός σου η Πηνελόπ' η φρόνιμη, 'ς τ' ανάστημα, 'ς το κάλλος• κείνη θνητ' είναι, αθάνατη εσύ και αγέραστ' είσαι. αλλ' όμως πάντοτε ζητώ και θέλω εις την πατρίδα να φθάσω, της επιστροφής να ίδω την ημέρα. 220 και αν εις τα μαύρα πέλαγα θεός πάλι με κρούση, καρδιάν έχω φερέλυπη και θέλει το υπομείνω• ότ' ήδ' υπόφερα πολλά, πολλά 'χω κακοπάθει, ‘ς ταις μάχαις καιτα κύματα• και αυτό μ' εκείν' ας έλθη».

Κι' εκεί σαν ήρθαν πούφαγε τη σαϊτιά ο Μενέλας, 210 κι' όλοι είτανε τριγύρω του οι πρώτοι μαζεμένοι, τότε ο ισόθεος γιατρός προβάλλει ανάμεσό τους. Κι' εφτύς τραβούσε απ' το λαμπρό ζουνάρι τη σαΐτα· και τράβα τράβα πίσω, σπάν τα κοφτερά τ' αγκίδια. Και τούλυσε το πλουμιστό ζουνάρι, κι' από κάτου 215 λει τη ζωσμένη του φασκιά που φτιάσανε οι χαλκιάδες.