United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Κυνεγόνδη δεν ήξερε, πως είχε ασκημήνει, γιατί κανείς δεν της τόχε πει: θύμισε στον Αγαθούλη τις υποσχέσεις του μ' ένα τόνο τόσο απόλυτο, που ο καλός Αγαθούλης δεν τόλμησε ν' αρνηθή. Δήλωσε λοιπόν στο βαρώνο, πως θα παντρευότανε την αδερφή του.

Μα τρέμει μέσα μου η καρδιά, μου τρέμει, μήπως πάθουν οι πιο πολύτιμοι αρχηγοί απ' των οχτρών γιουρούσιΤόχε δεν τόχε ακόμα πει, κι' οι διο τους να! προβάλλουν. 540 Κι' άμα ξεπέζεψαν, εφτύς τα χέρια οι βασιλιάδες τους έσφιξαν χαρούμενοι με γιές με καλώς ήρθαν.

Δύο φορές ζωντοχήρα, αν θέλετε ! «Καθώς κατήντησαν τώρα οι άντρες, έλεγε, κάλλιο να μη παντρεύεται μια κόρη· δεν εννοούν τι θα πη γυναικεία ψυχή», Μα δεν την εμπόδιζε αυτό να κάνη τη μισοκακόμοιρη : αυτή να βγη έξω τέτοια μέρα!. . κι ο Κύριος Νίκος να μην ερχότανε να την παρακαλέση, αυτή τόχε σκοπό νάρθη να καθήση με την αγαπημένη της τη Βεργινία. . . «Σιχαίνεται κανείς πια και τον εαυτό του να βλέπη τις αηδίες του κόσμου μέρες που είναι και θέλει να πη κι ένα λόγο.

Αφτός τόχε δοσμένα στο Δία, τον αφέντη γιο του Κρόνου, πάλε ο Δίας τόδωκε στον αργοφονιά Ερμή, τον αγωγιάτη, και πάλε αφτός στον Πέλοπα, τεχνίτη αμαξολάτη, 105 κι' ο Πέλοπας στον βασιλιά τόσων λαών Ατρέα· τ' άφισε αφτός πεθαίνοντας στο μυριοπλούσιο Θιέστη· στον Αγαμέμνο τ' άφισε κι' εκείνος, που έχοντάς το, να βασιλέβει σε πολλά νησά και στ' Άργος όλο.

Εκεί που γινόταν η στεφάνωση κ' η θεια Ελέγκω έκλαιγε φωναχτά απ’ τη συγκίνησή της και γιατί τόχε πάρει πια σκοινί γαϊτάνι απ' τις ιστορίες του εκκλησιάρη, η Λιόλια ήτονε σα χαμένη απ' τον εαυτό της κι όλο κρυφόβλεπε κατά τους τοίχους μήπως και ξανοίξη τα μάτια των Αγίων ή τα χέρια τους να ευλογούν.

Του Νίκου, πούτονε γυρισμένος κατά τον τοίχο, μόλις φαινότανε λίγο το κατσαρό μαλλί που τόχε τούφφα πάνω απ’ το μέτωπο. Μα της Βεργινίας το πρόσωπο ήτον όλο απόξω, σα να φοβότανε μην πνιγή, κι άσπριζε σα μια χούφτα αφρός απάνω σ'ένα κύμα απλωτό- αφρός που δεν ήθελε να λυώση.

Και θάμα φόρεσε σκουτί που η Αθηνά της τόχε ψιλοδουλέψει και πολλά τούχε βαλμένα ξόμπλια· και με χρυσές το κούμπωσε στα στήθια ομπρός καρφίτσες. 180 Έπειτα τρίπετρα φοράει στ' αφτιά της σκουλαρίκια ροδόχρωμα, π' απ' την πολλή λαμποκοπούσαν χάρη.

Με τα μάτια χάμω, τραβιώντας τα μανίκια της έκαμε αργά-αργά τα λίγα βήμα ως την πόρτα που στεκόταν ο Νίκος και βγήκεν έξω . . Ο Νίκος κοντοστάθηκε λιγάκι: την τελευταία στιγμή του φάνηκε πως θα τον ξαναφώναζε κάποιος πίσω, πως δεν τόχε πη σταλήθεια η Βεργινία να παν, αυτός με τη Λιόλια, στους κάμπους για λουλούδια.