United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το δε παπί εγύρισε την κεφαλήν του απ’ εδώ και απ’ εκεί, και εχαιρέτισε όπως καλλίτερα ημπορούσε. Ασχημιάν όπου την έχεις! είπαν αι αγριοπάπιαι. Αλλά τι μας μέλει, αφού δεν θα συμπεθερεύσωμεν μαζή σου. Το κακόμοιρον! Δεν είχεν εις τον νουν του γάμους και συμπεθερεύματα, αλλά μόνον ήλπιζε να το αφήσουν να κοιμάται ήσυχον εις τα καλάμια και να πίνη από το νερόν του βάλτου. Εκεί έμεινε δύο ημέρας.

ΛΕΑΙΝΑ. Αλήθεια, Κλωνάριον ντρέπομαι να σου τ' ομολογήσω είνε κάτι τι αλλόκοτον. ΚΛΩΝ. Τι λες δι' όνομα της Δήμητρας; Τι θέλει από σένα αυτή η γυναίκα και τι κάνετε όταν είσθε μαζή; Δεν θέλεις να μου πης; Δεν μ' αγαπάς λοιπόν• αν μ' αγαπούσες δεν θα μου τα έκρυβες. ΛΕΑΙ. Σ' αγαπώ περισσότερο από κάθε άλλη• αλλά τι θέλεις να σου πω. Αυτή η γυναίκα έχει πολύ ανδρικάς ορέξεις.

Και προ καιρού, όταν διεσκεδάζατε μαζή, ο Θράσων, συ και ο Δίφιλος, είχατε εκεί την αυλητρίδα Κυμβάλιον και την Πυραλλίδα, που είνε εχθρά μου και συ το ήξερες.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Πόσον θα ήμην ευτυχής, εάν ήρμοζε να με λάβης μαζή σου εις αυτό σου το ταξείδιον ! ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Και συ θα ταξειδεύσης ως εγώ και θα ενθυμήσαι τον πατέρα σου εκεί. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Με την μητέρα μου θα ταξειδεύσω ή μόνη ; ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Μόνη, μακράν του πατρός και της μητρός σου. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Λοιπόν με στέλλεις, πάτερ μου, να κατοικήσω εις άλλον οίκον ; ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Άφες αυτά.

Αλλά και δεν έλειπε, κάθε φορά που ήρχετο η «Μπέλλα», να ζητή από τον γαμβρόν του όσα του ώφειλε, την διαφοράν του λογαριασμού των και μάλιστα με θυμόν, ενώ ο γαμβρός του εγελούσε. Αλλά ο καιρός έφευγε και μαζή μ' αυτόν έφευγε και ο Αντωνέλλος. Κ' έβλεπες ένα γεροντάκι κατάλευκο, κυρτωμένο, δραστήριο όμως πάντοτε.

Τόσον δε πλησίον του μοναστηρίου είχον φθάσει οι Τούρκοι κατά το απόγευμα, ώστε μεταξύ των εντοπίων Τούρκων και των γνωρίμων αυτών εκ των πολιορκουμένων συνήπτοντο διάλογοι: — Δεν προσκυνάτε, μωρέ; θα χαθήτε άδικα, κακομοίρηδες, εφώναζον οι Τούρκοι. — Μαζή θα χαθούμε, απήντων οι πολιορκούμενοι. Μπαρούτι έχομε να σας πολεμούμε ένα μήνα. — Απόψε θα μπούμε μέσα και τότε τα λέμε

Είπε• και ο ήλιος έκλινε, κ' έφθασε το σκοτάδι, 225 και εις τ' άντρο το καμαρωτό παράμεσα συρμένοι οι δύο πλάγιασαν μαζή, και την φιλιά χαρήκαν.

Χθες εγώ δεν κατώρθωσα να έλθω· έρχομαι λοιπόν τόρα φέρων εις την κεφαλήν τας ταινίας, διά να τας πάρω από την ιδικήν μου κεφαλήν και να περιβάλω δι' αυτών την κεφαλήν του σοφωτάτου και ωραιοτάτου των ανδρών, διότι έτσι εστοχάσθηκα ότι είνε πρέπον, θα γελάσετε ίσως μαζή μου, επειδή είμαι μεθυσμένος; Μου είνε αδιάφορον διότι, και αν σεις γελάτε, εγώ όμως ηξεύρω καλά ότι λέγω αληθή.

«Ελάτε, φίλοι, ταις τροφαίς να φέρουμε• ήδη 'ναι όλα 410 μαζήτο μέγαρο• το ουδέν δεν έμαθ' η μητέρα, και από ταις δούλαις μόνη μια το πράγμ' αυτό γνωρίζει».

Το ζώο, που καβαλίκευε, έκαμε να πηδήση ένα κοντρί σα σκαλοπάτι φυτρωμένο μες το δρόμο και με το πήδημά του η κόρη ξέγνοιαστη απάνω του τραντάχτηκε κ' έγυρε κατά τη λαγκαδιά. Κόβεται τότε η ίγγλα του σαμαριού και πέφτει τούτο μαζή με την καβάλα και με την κόρη κάτου στο βάθο. Έμπηξε κ' η νιόνυφη τες φωνές. Ο αγωγιάτης ήταν πολύ πίσω ακόμα.