United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στον καιρό του κατατρεγμού τα πήραν μαζί τους οι κατατρεγμένοι και πήγαιναν από πατέρα σε παιδί, παρηγοριά κ' ελπίδα τους. Το βρέφος καθώς τάνοιωσε απάνω του έβαλε τα κλάυματα. Ο γέρος το λυπήθηκε. — Μην κάνης έτσι, παιδί μου· του είπε μισοκλαίοντας κι ο ίδιος. Είνε βαρειά, το ξέρω, μα είνε ανάγκη να τα βαστάξης. Τούτα είνε η αληθινή κληρονομιά των προγόνων μας.

Α δεν είταν από τα ρούχα της, α δεν είταν από το σφιγμένο μικρό, πού να το φανταστώ πως ο ματοκυλισμένος εκείνος κι ο χωματιασμένος ο βώλος είταν — η γυναικούλα μου! Καιρό δεν είχα για κλάψες και για μυρολόγια. Πέτρα μ' έκαμε η νύχτα που πέρασα. Ο Θεός με λυπήθηκε, και βρέθηκε ένας λάκκος κοντά μου. Τονε μεγάλωσα μ' ό,τι κούτσουρα βρήκα.

Ζωσμένος το σπαθί του, μ' αμπολυμένα χαλινάρια, — στα τέσσερα, — είχε φύγει ο Γκορνεβάλης από την πολιτεία. Ο Βασιληάς θα τον έψηνε ζωντανό, αντί του αφεντικού του. Απάντησε τον Τριστάνο στο γιαλό κι' ο Τριστάνος φώναξε: «Δάσκαλε, ο Θεός με λυπήθηκε! Α! δυστυχισμένος εγώ! Τι με ωφελεί; Χωρίς την Ιζόλδη, τι μ' ωφελεί; Γιατί καλλίτερα να μην γίνω κομμάτια στο πέσιμο!

ΘΕΡΑΠΩΝ Γιατί φοβούνταν τους κακούς χρησμούς. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Χρησμούς; Και ποιοι ήταν οι χρησμοί; ΘΕΡΑΠΩΝ Πως θα σκοτώση τους γονιούς του οι χρησμοί λέγαν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και πώς εσύ το ξέδωκες σ’ αυτό το γέρο; ΘΕΡΑΠΩΝ Λυπήθηκε η καρδούλα μου. Και σ’ άλλον έτσι το ’δωκα στην πατρίδα του για να το πάρη, και κείνος για τη φοβερή μου δυστυχία το ’σωσε.

Ο σύντροφός τους έφυγε από προχτές. Ένα σύντομο τηλεγράφημα τον ανάγκασε ν' αφήση στη μέση τις μελέτες του. Για τούτο λυπήθηκε πολύ· μα και τι να κάμη; Ο άνθρωπος του νου, όσο κι αν θελήση, δε θα πάψη ποτέ να είνε άνθρωπος και της σάρκας. Κ' η σάρκα — π' ανάθεμά τη! — έχει πολλές απαίτησες. Σήμερα τούτο, αύριο εκείνο.

Είχε γεράσει ξαφνικά και ήταν άσπρο το πρόσωπό της σαν το μπαλωμένο σεντόνι που το μπάλωνε ακόμη. Κάθισε στον πάγκο απέναντί τους. Φαίνονταν και οι τρεις ήρεμοι, σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. «Θα φύγει ή όχι;», ρώτησε η Νοέμι. «Θα φύγειΤον κοίταξε έντονα. Τον είδε τόσο μελαγχολικό και αδύνατο που τον λυπήθηκε και δεν ξαναμίλησε.

Έκαμα τριάντα πέντε χρόνια ακέραια σκλάβος και μέρα νύχτα έκανα το σταυρό μου και παρακαλούσα την Παναγιά να με γλυτώση από τα κακά χέρια και να γυρίσω στην Πατρίδα μου. Τέλος ο Θεός με λυπήθηκε κι' έστειλε ένα κακό θανατικό, που θέρισε όλους εκείνους τους κακούς ανθρώπους, που μ' είχαν σκλάβον αλευτέρωτο. Σ' αυτό απάνω ηύρα τον καιρό κι' έφυγα.

Του εξήγησα σε λίγες λέξεις τις φρικαλεότητες, που είχα υποστή και ξανάπεσα λιπόθυμη. Μ' έφερε σ' ένα γειτονικό σπίτι, μ' έβαλε στο κρεββάτι, μούδωσε να φάγω, με περιποιήθηκε, με παρηγόρησε, μου έκαμε διάφορες κολακείες και μούπε πως δεν είδε ποτές τίποτε τόσο ωραίο σαν κ' εμένα και πως ποτέ δε λυπήθηκε τόσο, που έχασε αυτό, που κανείς δε μπορούσε να του το ξαναδώση.

Αλλά ο Θεός μας λυπήθηκε. Τον ικετεύσαμε, έσωσε τη Βασίλισσα και ήτανε δικαιοσύνη που την έσωσε. Κι' εγώ επίσης πήδησα από έναν ψηλό βράχο, και γλύτωσα με τη βοήθεια του Θεού. Τι έκανα έπειτα το αξιοκατάκριτο; Η Βασίλισσα ήτανε παραδομένη στους λεπρούς, έτρεξα να την βοηθήσω, και την επήρα.

Τότε κάποιος τη λυπήθηκε, πήρε ένα χοντρό κλαδί αγριεληά, το πελέκησε, τώκοψε και της το χάρισε να σέρνη το γέρικο κουφάρι της. Το φτωχικό ραβδί έγινε τώρα ο μοναχός σύντροφος της γρηάς Δροσούλας. Δεν τάφινε απ' το χέρι της.