United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού λοιπόν πλησιάσης εις αυτόν, παρηγόρησέ τον, καθώς συνηθίζεις, διά να υπάγη όπου είναι πεπρωμένον χωρίς στεναγμούς και διά να εκτελεσθή υπ' εμού πλην των λοιπών και τούτο το ευσεβές προς αυτόν καθήκον. Σωκράτης Αλλά δεν θα σε δυσαρεστήσω, Κλεινία, διότι δεν με παρακινείς διά τι ποταπόν, αλλά διά τι όσιον. Ας σπεύσωμεν λοιπόν διότι αν το πράγμα έχη ως λέγεις, είναι ανάγκη ταχύτητος.

Του εξήγησα σε λίγες λέξεις τις φρικαλεότητες, που είχα υποστή και ξανάπεσα λιπόθυμη. Μ' έφερε σ' ένα γειτονικό σπίτι, μ' έβαλε στο κρεββάτι, μούδωσε να φάγω, με περιποιήθηκε, με παρηγόρησε, μου έκαμε διάφορες κολακείες και μούπε πως δεν είδε ποτές τίποτε τόσο ωραίο σαν κ' εμένα και πως ποτέ δε λυπήθηκε τόσο, που έχασε αυτό, που κανείς δε μπορούσε να του το ξαναδώση.

Αλλ' εάν η τότε αφροσύνη, η τότε διαφθορά των Αθηναίων κατεπίκρανε τα σπλάγχνα της Ελλάδος, η εμφάνισις όμως του Σωκράτους επί του Ελληνικού ορίζοντος παρηγόρησε την Πατρίδα, και συνεκάλυψε την αδοξίαν αυτής. Περί δε του δικαίου Αριστείδου μας διηγήθη τα εξής·

Πώς εις την γην οι όρκοι να γυρίσουν, εκτός εάν εξ ουρανών ο ίδιος δεν τους στείλη; Αχ! δος μου μίαν συμβουλήν παρηγορίαν δος μου. Αλλοίμονον! η Μοίρα μου σκληραίς παγίδαις στήνει εις μιαν αδύνατην ψυχήν, ωσάν την ιδικήν μου. Ειπέ· τι έχεις να μου ‘πής; Αχ! παρηγόρησέ με, ειπέ μιαν λέξιν να χαρώ, η μαύρη. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Να τι λέγω.

Έσκυβε, έσκυβε κι επάνω στο μαύρο της προφίλ, όπως σ΄ εκείνο ενός βουνού, ο Έφις έβλεπε να λάμπει ένα αστέρι. «Τι μπορώ να σου πω, ψυχούλα μου;» «Τίποτε, γριάτης είπε φωναχτά. «Σας ορκίζομαι ότι δεν ξέρω! Όταν όμως έρθει, θα σας ειδοποιήσω…..» «Εσύ είσαι καλός, Έφις! Ο Θεός θα σε ανταμείψει. Έλα εδώ, έξω…. Παρηγόρησέ την…» Του άρπαξε τα χέρια και τον τράβηξε έξω.

Ακολουθήσατε ό,τι σας συμβουλεύει η απελπισία μου· εγκαταλείψατε εκείνον όστις εγκαταλείπει εαυτόν· πηγαίνετε κατ' ευθείαν εις την παραλίαν· θα σας δώσω το πλοίον εκείνο και τους θησαυρούς. ΕΡΩΣ. Πήγαινε, καλή μου κυρία, και παρηγόρησέ τον. ΕΙΡΑΣ. Παρηγόρησέ τον, αγαπητή βασίλισσα. ΧΑΡΜΙΟΝ. Και τι άλλο ημπορείς να κάμης; ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αφήσατέ με να καθήσω. Ω Ήρα! ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Όχι, όχι, όχι, όχι, όχι.

Είτα έτι ζωηρότερον τους παρηγόρησε και είπεν: «Εγώ την αλήθειαν λέγω υμίν, συμφέρει υμίν ίνα Εγώ απέλθω· εάν γαρ μη απέλθω, ο Παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς». Η αποστολή του Παρακλήτου έμελλε να είνε το να ελέγξη τον κόσμον περί αμαρτίας, και περί δικαιοσύνης και περί κρίσεως.

Δεν μπορώ να περιγράψω με ποια περιφρόνηση μου απάντησε ο Σβεν, μια περιφρόνηση για κάθε λογική εξήγηση εκείνου που αιστανότανε και γνώριζε: — Όχι, δεν κοίταξα. Κοίταξα, μαμά; Κ' η μαμά τον παρηγόρησε βεβαιώνοντας πως δεν κοίταξε. Εμένα όμως μου είπε: — Δεν μπορείς να πιστέψης πόσες φορές έγινε το ίδιο πράμα. Είναι σα να με προαιστάνεται στον αέρα πως έρχουμαι.

Παρηγόρησέ την, Γουλιέλμε! Ο Θεός να σας ευλογήση! Τα πράγματά μου είναι όλα σε τάξη. Χαίρετε! θα ξαναϊδωθούμε και φαιδρότεροι. — Κακά σε αντήμειψα, Αλβέρτε, και με συγχωρείς. Ετάραξα την ησυχία του σπιτιού σου, έφερα δυσπιστία μεταξύ σας. Χαίρε! θέλω να τα τελειώσω. Ω! μακάρι να γινόσαστε ευτυχείς με τον θάνατό μου! Αλβέρτε, κάμε τον άγγελον ευτυχή! και έτσι να έχης την ευλογία του Θεού

Ο γιατρός την παρηγόρησε, κουνώντας το κεφάλι του, έγραψε μια ρετσέτα γρήγορα-γρήγορα, την έδωσε στο φαρμακοποιό, φόρεσε το καπέλλο του και φυσώντας πάντα άγρια τα πλατειά ρουθούνια του, φώναξε, φεύγοντας: — Ε κουράγιο, γερόντισσα, ό, τι είν' απ' το θεό, θα γίνη. Παίρνεις αυτό το γιατρικό που θα σου δώσουν και να του δίνης μια κουταλιά την ώρα. Είνε πληρωμένο, δεν κάνει τίποτα.. .γειά σας...