United States or Comoros ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά δεν είν' η λύπη μου τόσο γι' αυτό μεγάλη• σαν φάγω όμως σκέπτομαι, που τάχα διευθύνεται η κοπριά πού γίνεται; γιατ' ο δημότης Αχλαδούς, που για φαΐ τον πήρα, μου βούλλωσε τη θύρα.

Του εξήγησα σε λίγες λέξεις τις φρικαλεότητες, που είχα υποστή και ξανάπεσα λιπόθυμη. Μ' έφερε σ' ένα γειτονικό σπίτι, μ' έβαλε στο κρεββάτι, μούδωσε να φάγω, με περιποιήθηκε, με παρηγόρησε, μου έκαμε διάφορες κολακείες και μούπε πως δεν είδε ποτές τίποτε τόσο ωραίο σαν κ' εμένα και πως ποτέ δε λυπήθηκε τόσο, που έχασε αυτό, που κανείς δε μπορούσε να του το ξαναδώση.

Για τη χώρα, να φέρω κι άλλα ζα της νύφης και του γαμπρού. Πάσκισα να στείλω το γιο μου για να φάγω και γω κεσκέκι, μα δεν της ήρθε της Κερά Δέσπως. Θέλει, λέει, να τάχη την άλλη μέρα σίγουρα, γιατί βιάζουνται. Αλλονού παπά Βαγγέλιο πάλε αυτός ο γαμπρός. Να μη σου δίνη, λέει, καιρό μήτε να χορέψης. Ας το χαίρεσ' η αφεντιά σου, που θα είσαι δω αύριο. Ως τόσο να μην είσαι με την παρέα!

Εν Αθήναις, τη 20 Δεκεμβρίου 1900 Άκουσέ με καλώς· απεφάσισα να μη σε φάγω, αλλά να σε καταστήσω σοφόν μεταξύ των ομογενών σου. Δεν λέγω όμως να σε κάμω και άνθρωπον. Πρόσεξε· να γίνης σοφός, όσον αρκεί δι' ένα πετεινόν· διότι εάν γίνης σοφός, όσον αρκεί δι' ένα άνθρωπον, δεν θα βραδύνη η ώρα, όπου θα βγάλης τα μάτια του διδασκάλου σου.

Επεριπάτησα το λοιπόν εις εκείνην την στράταν που έδειξε· και το θαυμασιώτερον και το παραδοξότερον είνε που επεριπάτησα σαράντα ημερών διάστημα χωρίς να επιθυμήσω να φάγω, ή να πίω· το σερμπέτι που εκείνο το πουλί μου έβαλεν εις το στόμα, μου εσήκωσε την πείναν και την δίψαν.

Με αυτά λοιπόν που είπεν επροκάλεσεν εις πολλούς θόρυβον και από τους ακροατάς έπαινον· και εγώ κατ' αρχάς μεν, ωσάν να ήθελε φάγω γροθιά από δυνατόν γρονθιστήν, εσκοτίσθην και εγύρισα το κεφάλι μου καθώς είπεν αυτά και οι άλλοι τον εχειροκρότησαν· έπειτα, διά να σου είπω την αλήθειαν, διά να εύρω καιρόν να σκεφθώ τι λέγει ο ποιητής, εγύρισα προς τον Πρόδικον και τον εκάλεσα και του είπα·

Και απάντησε ο πολύγνωμοςεκείνον Οδυσσέας• «Κάθε άλλην έχε μέριμναν, Αλκίνοε• δεν ομοιάζω των αθανάτων, πώχουσι των ουρανών τους θόλους, 'ς την πλάσι, και 'ς τ' ανάστημα• θνητός άνθρωπος είμαι. 210 και όσους θνητούς γνωρίζετε να δέρν' η δυστυχία, 'ς τα πάθη εδύνομουν εγώ να συγκριθώ μ' εκείνους• κ' είχα εγώ ακόμη πλειότερα κακά να εξιστορήσω, όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν. είμ' άθλιος• αλλ' αφήστε με για τώρα να δειπνήσω• 215 ότι άλλο πράγμ' αναίσχυντο δεν είναι ως η κοιλία• τον εαυτόν της η σκληρή να στοχασθής σε βιάζει, όσα και αν έχης βάσανα και λύπαιςτην ψυχήν σου. κ' εγώ 'χω λύπητην ψυχή, και ιδού πάντοτ' εκείνη ζητεί να φάγω και να πιω, και όσα 'χω παθημένα 220 μου σβύνει από τον λογισμό και να γεμίση θέλει. σεις πάλι όλα ετοιμάσετε, άμα φωτίσ' η ημέρα, όπως πατήσ' ο άμοιρος την γην την πατρικήν μου, αν και πολλά 'παθα κακά• να ιδώ, και ας αποθάνω, το κτήμα μου, τους δούλους μου, και το υψηλό παλάτι». 225

Και ως μ' είδεν ότι εκάθομουν η Κίρκη, και τα χέρια 375 εις το φαγί δεν άπλονα, και μαύρην λύπην είχα, μ' εσίμωσε και ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• «πώς κάθεσαι ωσάν άφωνος και τρώγεις την καρδιά σου, και ουδέ φαγί, και ουδέ πιοτόν, εγγίζεις, Οδυσσέα; δόλους πάλ' υποπτεύεσαι, και όμως, αφού τον όρκο 380 τον τρομερόν σού επρόφερα, δεν έχεις να φοβήσαι». Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα• «ω Κίρκη, και ποιος είν' αυτός, 'π' ανθρωπινά 'χει σπλάχνα, και θα τον άφινε η καρδιά φαγί να δοκιμάση, πριν λύση τους συντρόφους του και τους θωρήση εμπρός του; 385 αλλ' αν ολόψυχα ποθείς να φάγω και να πίω, λύσε, να ιδούν τα μάτια μου τους ποθητούς συντρόφους».

Ο ύπνος εκυρίευσεν ευθύς τας αισθήσεις μου, και αποκοιμήθηκα χωρίς να φάγω τίποτε· προς δε τα ξημερώματα της ερχομένης ημέρας κάποιες φωνές παραπονετικές και κλαύματα με έκαμαν να εξυπνήσω· εστάθηκα καμπόσον ήσυχος διά να καταλάβω τι ήτον, και μου εφάνη ότι αυτά τα παραπονέματα να ήταν ωσάν τινός γυναικός καταδικασμένης εις θάνατον, καθώς και αληθώς ήταν· και ακούσατε την ιστορίαν της.

Εγώ βλέποντάς την πολλήν της ευγένειαν και την γλυκάδα της ομιλίας της υπήγα εις το παλάτι της και ανάμεσα εις τες άλλες δεξιωσύνες που μου έκαμε, μου έδωκεν ένα ωραίον οπωρικόν διά να φάγω. Και ευθύς που έφαγα εμεταμορφώθηκα εις ελάφι, και εβάλθηκα εις εκείνην την μάνδραν, που ήσαν τα άλλα καθώς τα είδες.