United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί εσυναθροίζοντο όλοι οι προεστοί, πρόκριτοι και δημογέροντες του τόπου, διά να καπνίζουν το μακρόν τσιμπούκι, να πίνουν το σερμπέτι, και να συζητούν, ως μεγάλα κεφάλια, τα συμφέροντα όλης της κοινότητος.

Σκόρπια στις ψάθες και στα χαλιά πωρικά, μισοφαγωμένα κι αλάκερα. Ως μήτε τα σερμπέτι δε σώθηκε. Σκαλώνει το γιασουμί από κρεββατές κι από κάγκελα, που λες και πασκίζει να τους καλοδή τους γλυκοπλαγιασμένους αυτούς κρίνους, και να μάθη αν είναι αλήθεια όλα τα καμάρια που ψάλλουν τα τραγούδια για την ομορφιά τους. Μπορείς άφοβα να χωθής παραμέσα. Να ξυπνήσουν τέτοιαν ώρα οι καλές μας, αδύνατο.

Εσχάτως μόνον το σερμπέτι ήρχισε ν' αντικαθιστά ο καφές, τον οποίον εκόμισε πρώτος, επιστρέψας άρτι εκ της Βλαχίας και της Κωνσταντινουπόλεως, ο κυρ Αλεξανδράκης ο Λογοθέτης, μεγαλέμπορος και πρώτος προεστώς του Κάστρου. Συνήθως οι προεστοί ήσαν βραχύλογοι. Έσφιγγον τα χείλη, και δυσκόλως έφευγε λόγος το έρκος των οδόντων των.

Την γυναίκα του την Σεραϊνώ, την είχε κράξει το πρωί, καθώς κατέβαινεν από τον κρεμαστόν σοφάν, όπου είχε κοιμηθή, κ' εφόρεσε τα πανοβράκια, με τας κεντητάς βρακοζώνας και τα πλατέα μανίκια, κ' έπινε το πρωινόν σερμπέτι του. Διότι μόλις είχεν εισαχθή τότε εις τον τόπον ο καφές.

Οι γειτόνισσες μπαινόβγαιναν ολοένα απ' της Κλητήραινας και στην κάμαρη τη νεκρική όλο κ' έψηναν καφέδες. . σηκώθηκε η θεια 'Ελέγκω νταβραντισμένη κ' έφερε και της Λιόλιας ένα φλυτζανάκι: δεν ήθελε νάρθη στα λόγια μ’ αυτές τις παλιογλωσσούδες, τις ξαδιάντροπες, ειδεμή ήξερε αυτή τι θα τους έλεγε! Αχ, τι καλό που της έκανε της Λιόλιας ο ζεστός καφές! «Σερμπέτι τον έχουν οι σκύλλες: το ξέρω κ’ εγώ με ξένα κόλλυβα !», είπε η θεια Ελέγκω εκεί που ρουφούσε κι αυτή το μαυροζούμι της.

Επεριπάτησα το λοιπόν εις εκείνην την στράταν που έδειξε· και το θαυμασιώτερον και το παραδοξότερον είνε που επεριπάτησα σαράντα ημερών διάστημα χωρίς να επιθυμήσω να φάγω, ή να πίω· το σερμπέτι που εκείνο το πουλί μου έβαλεν εις το στόμα, μου εσήκωσε την πείναν και την δίψαν.

Ηγείρετο την αυγήν με το ονάριόν του, και έτρεχε και αυτός εις τους ελαιώνας με τας φαιδράς συντροφίας των γυναικών, αίτινες αφού πίωσι κανένα σερμπέτι, ή φάγωσι τηγανίτας ή πολτόν εξ αραβοσιτίνου αλεύρου, θερμαντικώτατον, εξέρχονται πρωί πρωί, κρατούσαι εις χείρας τας κόφας κενάς, και ως χλανίδια θέτουσαι περί την κεφαλήν τους κενούς σάκκους, ίνα προφυλάσσωσι τα τρυφερά νώτα των από του χιονώδους βορρά.

Κ' ύστερα θάρχεσαι μέσα να πίνης ένα σερμπέτι. — Έφεντημ, θα μ' αβανιάζουν τότες πως τούρκεψα. Εμένα δεν με μέλει κι αν τουρκέψω για το χατίρι σου. Μα η γριά μουως τον τάφο καημό της θα τόχει». — Όχι, παιδί μου, του λέει ο Αγάς, εγώ ποτές μου δικό μας δε θα σε κάνω δίχως να θέλης. Ένα πράμα όμως σου λέω: Ανίσως και ταποφασίσης ποτέ σου, ψυχή να μη φοβηθής, σώνει να αναπνέη ακόμα ο Χασάν Αγάς.