United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πηγάδια αλάκερα γέμισε με τις περιουσίες που δήμεψε, κι άλλο τόσο βιος σώριασε με τις προμήθειες που πουλούσε στους πολιορκημένους του. Δεν τούσωνε η Αθήνα, ήθελε και τη Δήλο, πλούσια τότες ακόμα. Την είχε ματιασμένη από τον καιρό που ο Αρχέλαος, θυμωμένος που δε σηκώθηκε κι αυτή, τηνέ λάφρωσε από κάμποσα ιερά χρήματα, και τα παράδωσε του Αριστίωνα τότες που κατέβαινε στην Αθήνα.

Θα μας έπερνε για τρελλούς, που μέσα στο ήσυχό του χωριό ζητούμε φυτρωμένες ιδέες! Αν είχε ποτές πατήση το πόδι του σε τόπους λεύτερους, θάβρισκε &δάση& αλάκερα, ιδέες γεμάτα. Εδώ ανδριάντα, εκεί τάφο, παρέκει Στρατώνα, παρακάτω Βουλές, μουσεία, βιβλιοθήκες, θέατρα, — ατέλειωτα δάση από ιδέες, που ως τα ουράνια πηγαίνουνε τα κλωνιά τους, κι ως τα σπλάχνα της γης οι ρίζες τους!

Σκόρπια στις ψάθες και στα χαλιά πωρικά, μισοφαγωμένα κι αλάκερα. Ως μήτε τα σερμπέτι δε σώθηκε. Σκαλώνει το γιασουμί από κρεββατές κι από κάγκελα, που λες και πασκίζει να τους καλοδή τους γλυκοπλαγιασμένους αυτούς κρίνους, και να μάθη αν είναι αλήθεια όλα τα καμάρια που ψάλλουν τα τραγούδια για την ομορφιά τους. Μπορείς άφοβα να χωθής παραμέσα. Να ξυπνήσουν τέτοιαν ώρα οι καλές μας, αδύνατο.

Τον κατατρέχει λοιπόν πάλι και τον ξεθρονίζει τον Αθανάσιο ο Κωστάντιος, και μάλιστα νύχτα και με στρατιώτες σα συνωμότη. Τάγματα αλάκερα περιτριγύριζαν την Εκκλησία του, ενώ έκαμναν οι πιστοί αγρυπνιά. Οι άγριες φωνές τω στρατιωτών απέξω έπνιγαν τις ψαλμωδίες της ακολουθίας, κ' έτρεμαν από το φόβο οι ορθόδοξοι μέσα.

Την πτωχήν ορφανήν, η οποία με τον καρπόν αυτόν θ' αποκατασταθή εις τον κόσμον. Τον δύσμοιρον κτηματίαν, ο οποίος με τον καρπόν αυτόν θα θρέψη τα τέκνα του, αναμένοντα ως τα μικρά μισιργούδια εν τη φωλεά των, με ανοικτά τα στόματα: — Σκουλίκι έπεσε! — Δεν δέσανε καλά! — Πέφτουν αλάκερα σταφύλια! — Της πήρε το ποτάμι!

Είχε ιδεί περιβόλια με φουντωμένα δένδρα, που κάνανε χρυσά φρούτα, και λίμνες, που άμα έσκυβες απάνω στα νερά τους, έβλεπες κάτω βασίλεια αλάκερα με σπίτια και καμπαναριά και περιβόλια, και άμα κύτταζες πολύ, μια λάμια σε τραβούσε κάτω στα βάθη και δεν ξανάβγαινες πια. Και τι δεν είχανε ιδεί τα μάτια της! Εμείς δεν ξέραμε τίποτε απ' όλα αυτά.