United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με τούτον τον τρόπον ομιλώντας έγινα άφαντος, και ο βασιλεύς ομού και ο λαός έμειναν βυθισμένοι εις μίαν άκραν έκστασιν. Ύστερον από αυτό το συμβεβηκός επεριπάτησα τον κόσμον δέκα χρόνους.

Όθεν, χωρίς αναβολήν καιρού, εκίνησα προς την πολιτείαν και εμβαίνοντας εις την κατ' ευθείαν οδόν επεριπάτησα μίαν ημέραν και μίαν νύκτα έως να φθάσω εις την πόλιν· και όταν με είδεν ο αυθέντης μου εχάρη καθ' υπερβολήν, λέγοντάς μου· ταλαίπωρε Σεβάχ, ήξευρε ότι είχα μεγάλην θλίψιν διά εσένα, διότι εστοχαζόμουν εις τόσας ημέρας έξω του συνηθισμένου που δεν εφάνης, πως να σε εθανάτωσαν οι Ελέφαντες, καθώς το έπαθαν πολλότατοί μου σκλάβοι· μάλιστα πηγαινάμενος εις τον διωρισμένον τόπον, είδα το δένδρον ξεριζωμένον κατά γης, και το δοξάριόν σου με τες σαΐτες διασκορπισμένες ένθεν κακείθεν· διά τούτο διηγήσου μου το συμβάν που σου έτυχεν.

Ξαναλαμβάνοντας τες αίσθησές μου, και βλέποντας τον τόπον, από τον οποίον τα νερά με έβγαλαν εις το φως, έπεσα κατά γης με μεγάλην συντριβήν διά να ευχαριστήσω τον ουρανόν διά την ελευθερίαν μου· και αφού έκαμα μίαν μεγάλην προσευχήν, εσηκώθηκα ακούοντάς τον εαυτόν μου γεμάτον από θάρρος, και επεριπάτησα εκείνο το νησί χωρίς να ξεμακρύνω από το περιθαλάσσιον.

Οι φύλακες με πολλήν ευλάβειαν με επήραν και με έφεραν εις τον Βασιλέα. Ο Βασιλεύς με επαρουσίασεν εις τον μέγαν Δερβύσην. Επεριπάτησα επάνω εις το έδαφος χωρίς να βλαφθώ· εμπήκα εις τον ναόν, και τέλος πάντων είδα τον μέγαν Καισάγιαν, που ήτον βαλμένος εις ένα θρόνον χρυσόν.

Εβγήκα από το καστέλλι με γνώμην να ξαναγυρίσω ύστερον από καμμίαν ώραν· επεριπάτησα καμπόσον το νησί, και με μεγάλον μου φόβον είδα πολλά ζώα μεγάλα ωσάν τίγρεις εις σχήμα μυρμηγγίων, και εις τον παρουσιασμόν μου δεν ήθελαν να φύγουν· εσυναπάντησα ακόμη και άλλα ζώα άγρια, τα οποία εφαίνονταν πως να με εσέβονταν, με όλον που είχαν μίαν μορφήν πολλά θηριώδη, που επροξενούσε φόβον και τρόμον.

Επεριπάτησα όλην εκείνην την νύκτα χωρίς να ηξεύρω πού υπάγω, και το ταχύ στεκόμενος εις ένα τόπον διά να αναπαυθώ, βλέπω ένα ενδεδυμένον με φόρεμα πολλά παράξενον ο οποίος πλησιάζοντας κοντά μου με εχαιρέτησε, και μου έδωσεν ένα κλωνάρι δάφνης, που είχεν εις το χέρι, έπειτα άρχισε να τραγουδή διά να του κάμω καμμίαν ελεημοσύνην.

Η γυναίκα του αρχηγού των κλεφτών έλαβεν ευσπλαγχνίαν εις εμέ, και ήλθε προς το βράδυ και με έλυσεν από το δένδρον, και δίδοντάς μου ένα παλαιόν φόρεμα και καμπόσον ψωμί μου είπε· πιάσε τούτην την στράταν και φεύγα το συντομώτερον, διατί σαν γυρίση ο άνδρας μου θέλει σε φονεύσει. Εγώ ευχαρίστησα την ευεργέτιδά μου και μισεύοντας επεριπάτησα όλην την νύκτα χωρίς να χάσω την οδόν που μου έδειξε.

Επεριπάτησα το λοιπόν εις εκείνην την στράταν που έδειξε· και το θαυμασιώτερον και το παραδοξότερον είνε που επεριπάτησα σαράντα ημερών διάστημα χωρίς να επιθυμήσω να φάγω, ή να πίω· το σερμπέτι που εκείνο το πουλί μου έβαλεν εις το στόμα, μου εσήκωσε την πείναν και την δίψαν.

Εγώ όταν είδα τέτοιαν σκληράν και απάνθρωπον συνήθειαν έπεσα εις άκραν λύπην απαρηγόρητος, στοχαζόμενος να μη μου συμβή το ίδιον, εάν η γυναίκα μου αποθάνη πρότερον απ' εμέ και όντας μίαν ημέραν εις την συναναστροφήν του βασιλέως, δεν ηδυνήθην να υποφέρω διά να μην του προβάλλω, λέγοντας θαυμάζω, ω βασιλεύ και μένω εκστατικός εις την σκληράν συνήθειαν, που φυλάττεται εις το βασίλειόν σου, να ενταφιάζουν τους ζωντανούς ομού με τους νεκρούς· εγώ επεριπάτησα και είδα πολλά βασίλεια και διάφορα ήθη και νόμους, αλλ' εις κανένα μέρος ούτε ήκουσα, ούτε είδα ένα παρόμοιον έργον.

Επεριπάτησα το λοιπόν εις ένα λόγγον, που είδα από μακρόθεν, και φθάνοντας εκεί εις την μέσην του είδα ένα καστέλλι πολλά καλά φτιασμένον, και περιτριγυρισμένον από πλατειά και βαθειά χαντάκια γεμάτα από νερόν, του οποίου η γέφυρα η σηκωτή ήτον χαμηλωμένη.