United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν τα καταφέρνεις και τόσο κακά.,, Τώρα και τα μανίκια. Άπλωσε τα στρωτά.,, Μπράβο. Κάτω τα χείλια του μανικιού χρειάζονται δυνατό τρίψιμο και μπόλικο σαπούνι.,, Μην τα πλαίνεις και τα δυο μαζί. Πρώτα το ένα κι' ύστερα το άλλο., Κουράστηκες; — Όχι. — Τόσο το καλλίτερο. Τώρα πιάσε το λαιμό.,, Βάλε πιο πολύ δύναμη. Βλέπεις ο λαιμός δεν χορατεύει. Όλη η λέρα και ο ίδρωτας απάνω του μαζεύονται.

Σηκώνεται, λαμβάνει το έν των ζυγών, εφ' ων καθέζονται οι ερέται, το ανορθοί, εβγάζει ένα σκαρμόν, τον προσδένει διά του τροπωτήρος σταυροειδώς επί του ζυγού. Κύπτει υπό την πρώραν, αναζητεί τα παλαιά ράκη του, ενδύει το διπλούν ξύλον με μίαν κάπαν, της οποίας τα μανίκια εκρέμαντο σπαρακτικώς περί τας δύο άκρας του σκαλμού.

Ο παις επέταξε την κάπαν του, ενίφθη με την στάμναν, εσφογγίσθη με τα μανίκια του υποκαμίσου του, ήρπασε την καρδάραν και έφυγε τρέχων.

Είτα έλεγεν : «Ας πιω κ' ένα ρώμι». Έπινε και δύο ρώμια και είτα μετέβαινεν εις το σχολείον, όπου έμενε πάντοτε «με τα μανίκια». Εις τας εξετάσεις περί τα τέλη Ιουλίου ή περί τας αρχάς Αύγουστου, επαρουσιάζετο ενώπιον της αξιοτίμου Επιτροπής «με τα μανίκια». Κατά τας περυσινάς εξετάσεις, ο δήμαρχος μόλις τον είχε πείσει, μετά πολλάς νουθεσίας και επιπλήξεις, να φορέση το σακάκι του· το εφόρεσεν, αλλ' αφού πρώτον απέβαλε το γελέκον.

Σηκώνοντας όμως τα μάτια ο Έφις είδε ότι δεν ήταν η Λία εκείνη η ψηλή γυναίκα που πρόβαλε ευκίνητη στο μπαλκόνι και κούμπωνε τα μανίκια από το μακρύ, μαύρο πανωφόρι της. «Ντόνα Νοέμι, καλημέρα, κυρά μου! Δεν θα κατεβείτεΕκείνη έσκυψε λίγο το κεφάλι με τα πυκνά, χρυσόμαυρα μαλλιά, που έλαμπαν γύρω από το χλωμό πρόσωπο σαν δυο λωρίδες σατέν.

Δυο ώμορφες και τρυφερές αρχοντοπούλες να σέρνωνται άσπλαχνα από τα μαλλιά κι από τα χρυσά μανίκια τους με κλάμματα και με μεγάλους σκουσμούς. Εταράχτηκαν όλα τα Γιάννινα εκείνη τη νύχτα. Όλοι είμασταν στο ποδάρι, μα κανένας δεν έκρινε για να μη γένη διπλό και τρίδιπλο το κακό. Τες συνοδέψαμαν μοναχά, έτσι αμίλητοι, ως στο σπίτι που τες έκλεισαν. Μα αντίς δίκιο εκεί ηύραν βρισιές και δαρμούς.

Με τα μάτια χάμω, τραβιώντας τα μανίκια της έκαμε αργά-αργά τα λίγα βήμα ως την πόρτα που στεκόταν ο Νίκος και βγήκεν έξω . . Ο Νίκος κοντοστάθηκε λιγάκι: την τελευταία στιγμή του φάνηκε πως θα τον ξαναφώναζε κάποιος πίσω, πως δεν τόχε πη σταλήθεια η Βεργινία να παν, αυτός με τη Λιόλια, στους κάμπους για λουλούδια.

Έβγαλε τον πορφυρό μαντύα, έβγαλε το πλούσιο σάλι, και τάδωσε κι' αυτά. Έδωσε ακόμη το μπούστο της, και το φόρεμά της, και τα ποδήματά της τα στολισμένα με πολύτιμα πετράδια. Κράτησε μοναχά επάνω της μια τουνίκα χωρίς μανίκια, και με τα μπράτσα και τα πόδια γυμνά, προχώρησε μπροστά στους Βασιληάδες. Γύρω οι βαρώνοι την κύτταζαν σιωπηλοί, κ' έκλαιγαν. Κοντά στα λείψανα των αγίων έκαιγε φωτιά.

Έλαβε και την μεταξωτήν νυμφικήν στολήν της άμοιρης, και την προσέφερεν όλην εις τον παππα-Μπεφάνην, τον συνήθη ιερουργόν του παρεκκλησίου. Και το μεν κόκκινον εκ μεταξωτής σκέπης υποκάμισον με την τραχηλιάν και τα μανίκια κεντητά εκ χρυσού, το έκαμε στιχάριον, διά να το φορή ο ιερεύς ποδήρες, όταν προσφέρη τας λογικάς θυσίας.

Αυτός το έκανε, και μετά ξαναεμφανίστηκε τραβώντας δυο μαύρα σκυλιά από μια αλυσίδα, και τα έφερε στο κέντρο της αίθουσας, Η Ζωηδία τότε σηκώθηκε από την θέση της μεταξύ των δερβισάδων και του Καλίφη και περπάτησε σιγά προς το μέρος του βαστάζου με τα σκυλιά. «Πρέπει να κάνουμε το καθήκον μας», είπε με ένα βαθύ αναστεναγμό, σηκώνοντας τα μανίκια της και παίρνοντας ένα μαστίγιο από την Σεραφεία είπε στον άντρα, «Πάρε το ένα σκυλί από την αδελφή μου Αμινά και δώσε μου το άλλο».