United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρόφερε τα λόγια αυτά με τέτοιον τόνο, σα να με παρακαλούσε να μην της φέρω αντίρρηση. Και δεν της έφερα. Κράτησα μόνο μέσα μου την ανάμνηση του φωτεινού νησιού της νιότης μας και παραξενευόμουνα που νόμιζα πως έβλεπα όλην την ώρα τάστρα ανάμεσα από τα φύλλα των σημύδων. Ενώ μιλούσαμε, η γυναίκα μου σηκώθηκε και στεκόταν πάλι κοντά στο μικρό κρεβάτι.

Πιο σιγά ακολούθησαν οι άλλοι, σέρνοντας το τεντωμένο αλλά ακέραιο δίκτυ με τα 153 ψάρια. Μια φωτιά έκαιε στην παραλία, λίγο ψωμί υπήρχε κοντά της και μερικά ψάρια ψηνόντουσαν στα πυρωμένα κάρβουνα. Ήταν μια σκηνή που ακόμα μπορεί να δει κανείς στις ακρογιαλιές της Γαλιλαίας. Και Αυτός που στεκόταν δίπλα της τους διέταξε να φέρουν και άλλα ψάρια από αυτά που είχαν πιάσει.

Κοντά του στεκόταν ο Νίκος, το μελαχρινό και ανδρικό αγόρι.

Μωρ' ο βρωμοκουρδουκέφαλος να πάρη το σπίτι του Ευμορφόπουλου; είσαστε καλά! Πέντε τοπομαχικά θα βάλω στη σκάλα· πέντε τοπομαχικά... Η Ελπίδα στεκόταν σοβαρή μπροστά του, μη γνωρίζοντας αν έπρεπε να κλάψη ή να γελάση με τη θέση του. — Μα καλά, Αριστόδημε, του είπε με φωνή μαλακή· αξίζει τάχα σε σένα, έναν Ευμορφόπουλο, ένα σοφό! να καταντήση σε τέτοια μ' έναν παλιοκουρδουκέφαλο.

Η γριά όμως στράφηκε στον Έφις που στεκόταν παράμερα με το κεφάλι κατεβασμένο και κοίταζε το λιθόστρωτο. «Δεν το είπε σ’ εσένα ότι θα την παντρευτεί; Εμπρός, πες το, το είπε ή όχι

Η Κρήτη φαινότανε στη μεγαλείτερη της επιμήκη έκταση, ανάμεσα σε δυο θάλασσες, το Κρητικό και το Λιβυκό πέλαγος. Στη μέση στεκόταν ο κωνικός όγκος του Ψηλορείτη κια δε μας εμπόδιζαν νέφη, θα βλέπαμε ίσως και τα Λευκά Όρη δυτικώτερα.

Δεν μπορεί να είναι αυτός…Τελικά ρώτησε λίγο απότομα: «Ποιος είναι;» «Φίλος», απάντησε μια ξένη φωνή. Η Νοέμι όμως δεν κατάφερνε να ανοίξει, τόσο πολύ έτρεμαν τα χέρια της. Ένας νέος άντρας που έμοιαζε με εργάτη, ψηλός και χλωμός, ντυμένος στα πράσινα, με κίτρινα σκονισμένα παπούτσια και μικρό μουστάκι στο χρώμα των παπουτσιών, στεκόταν μπροστά στην εξώπορτα στηριζόμενος σε ένα ποδήλατο.

Μπορεί να είναι για κάποιο κίτρινο γράμμα που είδα στο χέρι της ντόνας Νοέμι. Η ντόνα Νοέμι το διάβαζε και η ντόνα Ρουθ με άσπρο μαντίλι στο κεφάλι σαν καλόγρια, που σκούπιζε την αυλή, στεκόταν ακίνητη ακουμπώντας στη σκούπα και άκουγε». «Ένα γράμμα; Δεν ξέρεις από ποιόν είναι;» «Όχι, δεν ξέρω να διαβάζω.

Και ο ντον Πρέντου στεκόταν εκεί, να χαϊδεύει την καδένα του και να κοιτάζει κάτω, προς το ποτάμι, σαν να περίμενε κι εκείνος κάποιον. «Τι στο καλό. Μήπως πέθαναν κι αυτές;» «Η ντόνα Έστερ θα είναι στην εκκλησία και η ντόνα Νοέμι ίσως έχει ξαπλώσει.» «Γιατί, άρρωστη είναι;» «Τι να πω! Τώρα τελευταία, όταν γυρίζω, τη βρίσκω στο κρεβάτι.

Δυο μεγάλα μάτια πέταγαν λάμψες μυστικές και βαθειές σαν ποθοπλάνταχτα χάδια. Και δυο χείλη κόκκινα και λίγο φουσκωτά ανάδευαν διψασμένα για άγνωστή τους απόλαψη. Όπως στεκόταν εκεί στον πράσινο πλοκό το κεφάλι της κόρης, έλεγες πως ήταν κανίσκι μάγισσας, βαλμένο για να ξελογιάση το νιο. — Ελπίδα, πού βρέθηκες εδώ ; την ρώτησε με τρεμουλιαστή φωνή.