United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλα είναι φρέσκα, αθώα και όμορφα όπως όταν είμαστε μικρά παιδιά και το σκάμε από το σπίτι για να τρέξουμε μέσα στον υπέροχο κόσμο. Η εκκλησία ήταν ανοιχτή, εκείνες τις μέρες της σαρακοστής, και ο Έφις πήγε να γονατίσει στη θέση του, κάτω από τον άμβωνα. Η Μαγδαληνή κοίταζε, χαρούμενη κι αυτή, σαν ισπανίδα κυρία, φιλοξενούμενη των Βαρόνων, που έχει βγει στο μπαλκόνι του Κάστρου.

Ξανάβλεπε την γκρίζα και στρογγυλή εκκλησούλα όμοια με μεγάλη αναποδογυρισμένη φωλιά στη μέση της χλόης που σκέπαζε τη μεγάλη αυλή, τις πέτρινες καλύβες γύρω γύρω όπου στριμωχνόταν ένα πολύχρωμο και γραφικό πλήθος, σαν τσιγγάνοι, το κακοφτιαγμένο μπαλκόνι με κολόνες πάνω από την καλύβα του ιερέα και το γαλάζιο βάθος του τοπίου, τα δέντρα που θρόιζαν και τη θάλασσα που γυάλιζε εκεί κάτω ανάμεσα στις ασημένιες θίνες.

Τώρα, εδώ και δυο μέρες ούτε που το αναφέρει.» «Αλλά εδώ και δυο μέρες δεν τον βλέπουμε σχεδόν καθόλου. Βρίσκεται πάντα με τον Πρέντου και την παρέα.» «Ας τον αφήσουμε να διασκεδάσει», είπε ο Έφις. Έξω από την πόρτα φαινόταν η Καλίνα που καθόταν ασυνήθιστα άπραγη στην πέτρα της και η Γκριζέντα με το μωρό στην αγκαλιά, χλωμή και θλιμμένη κοίταζε το μπαλκόνι του παπά.

Να, όλοι είναι εδώ: ο ντον Τζάμε γονατισμένος στο προσευχητάρι της οικογένειας και λίγο πιο πέρα η ντόνα Λία χλωμή μέσα στο μαύρο της σάλι, όπως η φιγούρα ψηλά στην παλιά ζωγραφιά που όλες οι γυναίκες κοιτάζουν κάθε τόσο και που μοιάζει να προβάλλει πράγματι σε ένα μαύρο, ετοιμόρροπο μπαλκόνι.

Έβλεπε πάλι τον εαυτό της επάνω στο χοντροκαμωμένο μπαλκόνι του παπά, εκεί κάτω στην εκκλησία του Ριμέντιο. Στην αυλή θέριευε η φλόγα και το πανηγύρι οργίαζε.

Η κόρη εξήλθε, κατέβη στον δρόμον, κ' η θεία της ήνοιξε το παράθυρον και την ενεθάρρυνε. Μετά πέντε λεπτά ήκουσε την φωνήν της, οπού εκάλει την κόρην του καπετάν Λυμπέρη. — Τι είνε; Ποιος φωνάζει; — Κατέβα να σου πω. Ήκουσε μικρόν θόρυβον, συνεννοήσεις, φωνάς της παιδίσκης από τον δρόμον, της μητρός της από το μπαλκόνι. Και μίαν τελευταίαν παραγγελίαν: — Ας είνε, πήγαινε. Ναρθής γλήγορα.

Ας μπορούσες μαζί με τους στοχασμούς των να πετάξης απάνω απ' την πεδιάδα! Ας μπορούσες να καταίβης μαζί τους σε καθαρό νεράκι, να σταθής μαζί τους σε μπαλκόνι με βασιλικά! Είνε πρωί τριανταφυλλένιο, είνε Κυριακή. Τούτα τα βουνά που ροδίζουν στην ανατολή κράτησε τα στα βάθη σου, φτωχή μου ψυχή.

Πάνω στο μπαλκόνι οι ιερείς γελούσαν και ο δίσκος της Νατόλια πηγαινοερχόταν λάμποντας ανάμεσα στο γαλάζιο και το μαύρο. Ο Έφις βρήκε έρημη την καλύβα.

Η Γκριζέντα όμως, ακουμπισμένη στον τοίχο, με το μωρό να της βυζαίνει τα κουμπιά της μπλούζας, κοίταζε κι εκείνη το δίσκο που έλαμπε στο μπαλκόνι και τα μάτια της έμοιαζαν μαγεμένα, όπως εκείνα της προγιαγιάς της όταν τις νύχτες με φεγγάρι κατασκόπευαν τα στοιχειά που κατέβαιναν στο ποτάμι. Ο Έφις ξαναγύρισε μετά τρεις μέρες. Αυτή τη φορά δεν ήταν μόνος.

Να την λοιπόν με την σκέψη της εκεί κάτω. Της φαίνεται πως είναι ακόμη κοριτσάκι, επάνω στο μπαλκόνι του ιερέα, μια βραδιά του Μάη. Ολόγιομο το χάλκινο φεγγάρι βγαίνει από τη θάλασσα και όλος ο κόσμος μοιάζει να είναι από χρυσάφι και μαργαριτάρια.