United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις τα βάθη υπογείου τινός της οδού Καλαμιώτου, οπού τα κρεοπωλεία και οπωροπωλεία ήσαν πλουσιώτατα και θαυμασίως εστολισμένα, ηκούοντο άσματα μεθυόντων, οίτινες εις μάτην εδοκίμαζον να ψάλλουν και το «Η γέννησίς σου» καταλήγοντες πάντοτε εις το «Χριστός ανέστη». Ενώ δύο άλλοι γέροντες απόμαχοι, παρακάτω, κύπτοντες εις έν παράθυρον, ανεζήτουν τον φίλον των οινοπώλην, να τους ανοίξη· και μη βλέποντες αυτόν, ηρίθμουν από του παραθύρου, τα εν τω υπογείω βαρέλια, υπό τι φως λυχναρίου, φαινόμενα, εκεί κάτω, ως εν τω βυθώ της θαλάσσης κήτη, βόσκοντα κατά σειράν, με τας μεγάλας κοιλίας των.

Και σταθείς παρά το παράθυρον εθεώρησεν ολίγας στιγμάς την σκούναν του καπετάν-Μοναχάκη καταμεσήςτο λιμανάκι του χωριού, στολισμένην με σημαίαις κατακαίνουργιαις και με πολύχρωμα σινιάλα, και ευλόγησεν αυτήν με το χέρι του και με την καρδίαν του ο συμπαθέστατος ιερεύς σαν να ήταν ιδική του. — Τι να σας πω, καϋμένα παιδιά, είπε τότε και ο γέρων πλοίαρχος.

Εψέλλισεν η μήτηρ, αποτεινομένη προς την κόρην της, ήτις ακούσασα μέσα εις τον ύπνον της την γνωστήν φωνήν του και αναμνησθείσα τας ημέρας τας καλάς του έρωτος και της ευτυχίας, επετάχθη από το στρώμα και έτρεξεν εις το τρυπημένον παράθυρον, ακροωμένη το παθητικόν άσμα και την ωραίαν φωνήν του, την μελωδικήν και απατηλήν, με την οποίαν την πρώτην φοράν την είχε γελάσει την ωραίαν κόρην ο μονόχειρ πλην μάγος μνηστήρ εκείνος.

Ανεβίβασε και κατεβίβασε τρις την μεγάλην σημαίαν προς αποχαιρετισμόν, εκρότησε τρις το τρομπόνιον κρότον φοβερόν, βοΰζοντα, και έγεινεν άφαντος είτα η μαύρη σκούνα με το άσπρο μπούρδο, οπίσω από της Πλάκαις, ενώ η κοντούλα η νειόνυμφη δεν επρόφθανε να σπογγίζη τα δάκρυά της, εκεί, εις το παράθυρον ισταμένη ως εν δεήσει.

Εβγήκα λοιπόν από την κασσέλαν μου και γάλι γάλι εκατέβηκα από ένα παράθυρον, και από εκεί ήλθα εις τον χοντζερέ, που η βασιλοπούλα ευρίσκετο· η οποία εκοιμώνταν εις ένα ολόχρυσο κρεβάτι, και τριγύρου εις το κρεβάτι της έστεκαν τέσσαρες λαμπάδες αναμμένες.

Μετά τινας ούτω πως εμπαικτικάς παρατηρήσεις και επί του όλου παραστήματος και της ενδυμασίας του ατυχούς Λουή, η μήτηρ μου διέκοψεν ανεπαισθήτως το γεύμα της και, προσηλώσασα τους οφθαλμούς εις το παράθυρον, εβυθίσθη ολίγον κατ' ολίγον εις σκέψεις, κατά την συνήθειάν της.

Και ανοίξασα το παράθυρον γοερώς εφώνει με λελυμένην την κόμην αναταράξασα όλην την γειτονίαν: Πωπώ! Πωπώ! έως ου ήλθον δύο αγαθαί γειτόνισσαι και καθησύχασαν αυτήν, παραμένουσαι διαρκώς πλησίον της, μέχρις ου επανέλθουν οι μεταβάντες προς αναζήτησιν του Μπάρμπα-Σταύρου.

Αναπτύσσει εκεί προς τους παρερχομένους πειναλέους διαβάτας τα θερμά αυτής κάλλη, και η κνίσσα της η ακαταμάχητος, υπερβαίνουσα της προθήκης το ανοικτόν παράθυρον, εισβάλλει θριαμβικώς εις την οδόν και σαγηνεύει τον δυστυχή εκείνον και ρακένδυτον αχθοφόρον, όστις μόλις κατορθόνει, υπό της πείνης και της εξαντλήσεως, να σύρη επί του παγοστρώτου πεζοδρομίου τους κατακόπους αυτού πόδας.

Κρότος παραθύρου ανοιγομένου ηκούσθη ήδη εις τον οικίσκον του γέρο-Παγούρη, όστις ακούσας την ακατανόητον έφοδον, την γενομένην την νύκτα εκείνην εις τον αυλόγυρόν του, ήνοιγε το παράθυρον και ηρώτα έκπληκτος·Τι είνε; τι τρέχει; . . . ποιος είνε; . . . ποιοι είστε; . . . ε! δεν ακούτε!

Τα πάντα είχον ήδη σιωπήσει εις το παπικόν οίκημα πλην των γλαυκών και των ωρολογίων, ότε κρότος ελαφρός, ως πτήσις νυκτίου πτηνού ή βάδισμα νέας δεσποινίδος, σπευδούσης εις την πρώτην αυτής συνέντευξιν και φοβουμένης την παρθενικήν ηχώ των υποδηματίων της, ηκούσθη εις το παράθυρον του θαλάμου.