United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλα τα περίμενα απ' τον κόσμο και τίποτε δε με ξάφνιζε. Μα είνε και μερικά πράμματα που δεν τα περιμένεις. Κοντοστάθηκε μια στιγμή, γέμισε το τσιμπούκι του και ξανάρχισε: — Καλωσύνες! Καλωσύνες! Ανάθεμα την καλωσύνη. Με τα γεράματα παραξένεψα κι' όλα. Η καλωσύνη μου καθότανε σα βραχνάς στα στήθια. Νύχτες ολάκερες δεν μπορούσα να κοιμηθώ.

Πέντε νύχτες και πέντε μέρες αρμένισε κατ' ευθείαν στην Κουρνουάλλη, και την έκτη έρριξε την άγκυρα στο λιμάνι του Τινταγκέλ. Πέρα από το λιμάνι, υψώνεται προς τη θάλασσα το παλάτι, φραγμένο απ' όλες της μεριές. Δεν μπορούσε να μπη κανείς παρά μόνον από μια σιδερένια πόρτα που μέρα και νύχτα δυο άγρυπνοι φρουροί την εφύλαγαν. Πώς να μπη; Ο Τριστάνος κατέβη από το καράβι και κάθησε στην παραλία.

Στη μια αφιέρωνε όλες τις εργάσιμες ημέρες του χρόνου και στην άλλη τις σκολινές και τις νύχτες του χειμώνα. Το καλό είνε που κατώρθωσε να κράτηση το εγώ του ασκλάβωτο κι από τις δυο κ' έπεφτε από τη μια στην άλλη με την ίδια ευχαρίστηση. Θες βιβλίο κρατούσε στο χέρι του θες αξίνα ήταν στη θέση του. — Καθένα έχει το σκοπό τουσεβαστό και ιερό σκοπό· δεν είν' έτσι; ρώταγε κάθε τόσο την Ελπίδα.

Τώρα ο πατέρας και ο νηός ο γυιός του νέο τραπέζι ετοιμάζουνε τρανό στου Παρνασσού τους βράχους, όπου σχίζονται και ανεβαίνουν ως τον ουρανό, — όπου ο Βάκχος ο θεός, κρατώντας της πεύκινες και δίφωτες λαμπάδες, της νύχτες ελαφρά χοροπηδάει μαζύ με της νυχτερινές Μαινάδες.

Και πόσες φορές ο νους μου δε μου έφερε σας, καλή μου γιαγιά, που καθόσαστε τις κρύες νύχτες του χειμώνα στο κρεββάτι μου πλάι, όσο να κοιμηθώ, και μου λέγατε κείνα τα παραμύθια σας, κι ανοίγατε στην παιδιάτικη φαντασία μου ολάκερους κόσμους... Ω! εκείνα τα παραμύθια σας, δεν τα ξέχασα, ούτε θα τα ξεχάσω ποτέ. ΑΝΝΟΥΛΑ Μου τα λέει τώρα και μένα, Σταύρο. Μου τα λέει και μένα.

Αυτό το εκατάλαβα όταν ήλθεν η σειρά μου ν' αρρωστήσω! Ενώ εγώ εις την δικήν της αρρώστειαν δεν ημπορούσα να την βλέπω να υποφέρη, και αναγκάζουμουν να φεύγω και να ζητώ παρηγορίαν εις το ξεφάντωμα, αυτή ούτε στιγμή δεν έλειψεν από κοντά μου· αγρύπνησε δέκα νύχτες κατά σειράν εις το προσκέφαλό μου.

Νύχτες ολάκερες τριγύριζε στις κουμαριές, γύρω απ' την Ανάληψη, σαν το στοιχειό και σαν την άδικη κατάρα, καρτερώντας την κοπέλλα του. Μυαλό είν' αυτό. Δε θέλει και πολύ για να γυρίση. Σαν του γύρισε, άφησε τους ανθρώπους και τάβαλε με τα σκυλιά. Πρώτα-πρώτα τάβαλε με το σκυλί της παπαδιάς.

Ο Καπετάν-Μοναχάκης στη θέσι του μουσκεμμένος ως το μεδούλι, ροκανίζοντας καμμιά γαλέττα στο πόδι, άγρυπνος τώρα δυο νύχτες. Τα κόκκαλά του αρχίνησαν να τον πονούν. Κάθε τόσο κατέβαζε τα χέρια του ξαφνικά, σαν να τον τρυπούσαν με καρφιά, κ' έτριβε μαλακά-μαλακά τα μεριά και τα γόνατα. — Δεν πας να γύρης λίγο, καπετάνιο; Θαρρωστήσης, του είπε ο τιμονιέρης ένα-δυο φορές.

Αλλοίμονο ! Δεν ξέρεις, φτωχή γυναικούλα, πού πάνε οι πεθαμένοι; Όταν η νύχτα απλωθή απάνω στα μνήματά τους, πάνε και βρίσκουν τις αγάπες τους. — Κακό πουλί! είπε μ' έναν αναστεναγμό η όμορφη χήρα. Κακό πουλί, γιατί παίζεις με τον πόνο μου; Εγώ είμαι η αγάπη του και πέρασαν νύχτες και νύχτες κι' ο καλός μου δεν ήρθε να με βρη.

Δεν ήτανε μεσουρανίς ακόμα το φεγγάρι κ' οι δυο ψαράδες ξύπνησαν απ' της δουλειάς την έννοια· εδιώξανε τον ύπνο τους κι αρχίσαν να 'μιλούνε: — Ψέμματα λένε, σύντροφε, πως τάχατες οι νύχτες το καλοκαίρ' είν' πλιο μικρές που μεγάλων' η 'μέρα· Εγώ είδα τόσα ονείρατα, κι ακόμα που να φέξη!... Μην τύχη κ' εγελάστηκα, για μάκρυναν οι ώρες; — Άδικα 'βρίζεις, γέρο μου, τώμορφο καλοκαίρι.