United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' όταν έσκυψε μέσα εις το χάσμα και είδε το σκότος και εγώ, βλέπων ότι εδίσταζε, τον εδάγκωσα με το κώνειον και τον έσυρα από το πόδι κάτω, ήρχισε να κλαίη σαν παιδί και εθρήνει διά τα παιδιά του και δεν ήξευρε πλέον τι έλεγε και τι έκανε. ΜΕΝ. Ήτο λοιπόν ψευδοφιλόσοφος και δεν ήτο αληθινή η περιφρόνησίς του προς τον θάνατον;

Βρε τ' ήταν τούτο! βρε τ' ήταν τούτο! Πήγαινε να χάση το μυαλό του ο κόσμος. Όλο το χωριό, αχάραγο ακόμα, ήταν ανάστατο. Παραδέ στην Απάνω Ρούγα χάλαε ο κόσμος. Όλοι οι χωριανοί ήταν στο πόδι.

Μήπως έμεινε ψυχή γεννητή στο σπίτι απ' όλη τη γειτονιά! Οι κόττες μοναχά κ' οι γάττες. . .» Και πού να τόξερε όποιος την άκουγε πως θα πήγαινε το βράδυ μασκέ ατσιγγάνα στην Κασταλία! Η Βεργινία πολλές σχέσεις με τις γειτόνισσες δεν είχε και στο πόδι που ήτον ακόμα.

Δεν είνε το πάτημα σύμφωνο με το πόδι μου, παρεπονέθη τότε· μου έρχεται μακρύτερο, και δεν ημπορώ να πατώ κάτω στερεά. Πρόθυμος η γειτόνισσα έφερεν αμέσως το πάτημα του εργαλειού ακριβώς εις όσον μάκρος εχρειάζετο. — Ωραία τώρα πηγαίνει, είπε και ξαναήρχισε.

ΧΡΥΣ. Δεν έχω καμμίαν δυσκολίαν• αν ένας χωλός σκοντάψη με το κουτσό του το πόδι εις πέτραν και πληγωθή, το μεν προηγούμενον δυστύχημα το οποίον τον έκαμε να χωλαίνη είνε σύμβαμα, η δε δευτέρα πληγή παρασύμβαμα. ΑΓΟΡ. Θαυμάζω την σοφίαν σου. Και τι άλλο ξέρεις;

Τέλος ένας Πορτογάλλος μπαρμπέρης έδειξε κουράγιο: ξανάραψε το δέρμα μου· ακόμα κ' η γυναίκα του με φρόντισε· σηκώθηκα στο πόδι μέσα σε δεκαπέντε μέρες. Ο μπαρμπέρης μου βρήκε δουλιά· κ' έγινα λακές ενός Μαλτέζου ιππότη, που πήγαινε στη Βενετία· αλλ' επειδή ο κύριός μου δεν είχε να με πληρώση, μπήκα στην υπηρεσία ενός Βενετσάνου εμπόρου και τον ακολούθησα στην Κωσταντινούπολη.

Είχε και καρπερό περβόλι η βάρδια, όπου εβλάστιζαν άπειρες συκιές, ήμερες στον καιρό τους. Μα τόρα πια ήταν αμελημένες κι ακλάδεφτες. Είχαν αγριέψει τα κλαδιά τους, κ' ήταν ξεβλασταριασμένες οι ρίζες τους. Πόδι αθρωπινό δεν είχε πατήσει τον παχύν τους ίσκιο· στόμα αθρωπινό δεν είχε δοκιμάσει τα χυμερά και κατάγλυκα σύκα τους. Της βάρδιας το στοιχειό τις αγριοσύκιζε κάθε τόσο.

Γέρικο πόδι! τράβα εμπρός! ξανάνοιωσε στην πράξι, και μ' όλο που τα χρόνια σου δεν σε βοηθούνε πεια! Προχώρησε! και τον εχθρό πούχουν τ' αφεντικά σου, βόηθα, να τον σκοτώσουνε και να σωθή το σπίτι!

Και μοναχή της να ταξίδευε με τον αγωγιάτη, δεν εκιντύνευε ποτέ. Μα για κάθε κακό ένας δικός της την είχε παραδώκει στην προστασία και στην ευθύνη του νιου τ' αντρόγυνου. Το βράδυ κονέψαμε σ' ένα μοναστήρι παλιό και μεγάλο, κατάστρατα στην ερημιά. Όσο να φτάκουμ' εδώ, όλο τον κάμπο, που διαβήκαμε, τον εσήκωσα με τα σωστά στο πόδι εγώ με τα τραγούδια και με τα εύθυμα λόγια μου.

Αλλά κ' εκείνο ανάθεμά τοναι το νερό, που ήταν πήχτρα εμπρός μαςέκαμεν άξαφνα κάτι σούφρες κρυσταλλορρόδινες κ' επάφλασεν εδεκεί, τινάζοντας διαμαντένιο αφρόδροσο, σαν ν' ανατρίχιαζε στο βλέμμα του, σαν να του έδινε αρραβώνα αιώνιον. — Μπρε! Με το πόδι εκούνησα κρυφά τον καπετάν Τραγούδα.