United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήρθε η μια Κυριακή να λειτουργήση· ελειτούργησε. Απολείτουργα βγαίνει στην Ωραία Πύλη. Βγήκε στην Ωραία Πύλη, και πιάνει και τους λέει. — Ε, βλογημένοι μου, θα εφκηθώ τόρα στο Θεό, να βρέξη ή να μη βρέξη.

Οι σκύλλοι, οι μαϊμούδες κι οι παπαγάλοι είναι χίλιες φορές λιγώτερο δυστυχισμένοι από μας· τα ολλαντικά φετίς τα οποία μ' έχουνε προσηλυτίσει, μου λένε κάθε Κυριακή, πως είμαστε όλοι παιδιά του Αδάμ, λευκοί και μαύροι. — Ω! Παγγλώσση, φώναξε ο Αγαθούλης, δεν είχες φαντασθή τέτοια βδελυγμία· θ' αρνηθώ κάθε αισιοδοξία! — Τι ναι η αισιοδοξία; ρωτούσε ο Κακαμπός.

Κλει τη λειτουργία πάλι, και δώθε παν οι άλλοι. — Ε, παιδιά μου, τους κάνει, την πιριάλλην Κυριακή. Έρχεται κ' η πιριάλλη Κυριακή. Απολείτουργα βγαίνει ο Παπάς, και τους ρωτάει το ίδιο πάλι· να βρέξη ή να μη βρέξη; Κείνοι τα ίδια και τα ίδια. Άλλοι να βρέξη, άλλοι όχι! Χλαλοή μεγάλη, φωνοκόπι τρανό.

Και έφυγε προς τα όρη, χωρίς ν' ακούση την απάντησιν την οποίαν του έδωκεν η Μαργή: — Καλλιά να βγουν τα μάτια σου! Ήτον η τελευταία Κυριακή των Απόκρεων και από τας χριστιανικάς συνοικίας του χωριού ανεπέμπετο θόρυβος γενικής ευθυμίας. Εις διάφορα σπίτια εχόρευαν και εις τας αυλάς των εκκλησιών και τα σταυροδρόμια νέοι και παιδιά έπαιζαν αμάδες και διάφορα γυμναστικά παιγνίδια.

Εκκλησιάστηκαν οι Κοζάκοι για πρώτη φορά στη Μητρόπολη με μεγάλη παράταξη και με βάρδια στην πόρτα της εκκλησιάς. 1861, Θερτή 18 , μέρα Κυριακή, των Αγίων Πάντων. Εφάνηκε κομήτης στον ουρανό και την άλλη μέρα ήρθε χαμπέρι από την Πόλη ότι έγεινε Σουλτάνος ο Αβδούλ Αζίζ Χαν. 1861, Τρυητή 14 . Έγεινε δοξολογία για την αποτυχία της δολοφονίας της Βασίλισσας της Ελλάδος Αμαλίας.

&1861, Θερτή 18&, μέρα Κυριακή, των Αγίων Πάντων Εφάνηκε κομήτης στον ουρανό και την άλλη μέρα ήρθε χαμπέρι από την Πόλη ότι έγεινε Σουλτάνος ο Αβδούλ Αζίζ Χαν. &1861, Τρυητή 14&. Έγεινε δοξολογία για την αποτυχία της δολοφονίας της Βασίλισσας της Ελλάδος Αμαλίας. &1863, Φλεβαριού 7&. Ένα Οβραιόπουλο, πώκαμε τον πραγματευτή στη Ζίτσα, γύρεψε να γένη χριστιανός και έγεινε.

Έκλεισε τη λειτουργία και δώθε παν οι άλλοι. — Ε, παιδιά μου, τους λέει, την άλλην Κυριακή. Ήρθε κ' η άλλη Κυριακή. Απολείτουργα βγήκε πάλι ο Παπάς και τους ρώτησε το ίδιο πάλι· να βρέξη, ή να μη βρέξη; Κείνοι άρχισαν τα ίδια πάλι. Άλλοι να βρέξη, κι άλλοι να μη βρέξη. Άλλοι ναι, κι άλλοι όχι! Χλαλοή μεγάλη, φωνοκόπι τρανό. Τι να κάμη κι ο βλογημένος ο Παπάς!

Δεύτερον νεύμα, έτι ασθενέστερον έκαμεν η νέα. Ήτον Κυριακή πρωί, ώρα δεκάτη, απολείτουργα. Η πομπή διηυθύνθη εις τον ναόν, όπου ετελέσθη ο γάμος. Ο γάμος έγεινεν επίσημος.

Ένα παράθυρο μόνο έκλεισε δυνατά και ο κόσμος άρχισε να σκορπίζη, μουρμουρίζοντας. Δύο κορίτσια πέρασαν μπροστά στο Μαθιό, που σκούπιζε το κούτελο του απ' τα αίματα. — Την είδες την γουστερίτσα πώς έγινε! Και βαστούσαν τα γέλια με κουνήματα και σπρωξίματα. Ξημέρωσε η Κυριακή, μαύρη Κυριακή! — Να όψεται ο αίτιος, που πήρε το κορίτσι στο λαιμό του. Έλεγε ο Παπα-Δημήτρης κάτω στον καφενέ.

Ο άνδρας της σιωπούσε εντελώς γι' αυτή τη σχέση, καθώς και αυτή πάντα είχε σιωπήσει· αλλά ήθελε περισσότερο να του αποδείξη με έργα πως είχε αισθήματα αντάξια των δικών του. Την ίδια μέρα που ο Βέρθερος είχε γράψει στο φίλο του το ύστερο γράμμα ήταν μια Κυριακή προ των Χριστουγένων· ήρθε το βράδυ στην Καρολίνα και την βρήκε μοναχή.