United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κλει τη λειτουργία πάλι, και δώθε παν οι άλλοι. — Ε, παιδιά μου, τους κάνει, την πιριάλλην Κυριακή. Έρχεται κ' η πιριάλλη Κυριακή. Απολείτουργα βγαίνει ο Παπάς, και τους ρωτάει το ίδιο πάλι· να βρέξη ή να μη βρέξη; Κείνοι τα ίδια και τα ίδια. Άλλοι να βρέξη, άλλοι όχι! Χλαλοή μεγάλη, φωνοκόπι τρανό.

Τι τον ήθελε τέτοιον όχτο ; είπε στην Ελπίδα· είνε σα να κλει την πόρτα να μην περάσουμε πια στο πατρικό μας· σα ν' αρνιέται τα δίκαιά μας. — Μη φοβάσαι διόλου· απάντησε ήσυχα ο Δημητράκης από μέσα· τα δίκαιά μας τίποτα δεν παθαίνουν· να είσαι βέβαιος.

Τώρα είνε δεν είνε δέκα. Σέρνω εγώ κι αναβαίνω το βουνό, και πες του, σαν έρθη, να μ' ανταμώση εκεί που πήγαμε τη δευτέρα. Εκείνος ξέρει. — Καλά, Μιχάλη μου, και σαν τι ώρα να βάλω τραπέζι; — Αι, τη συνηθισμένη μας ώρα. Κράτησε ως τόσο μέσα το σκύλο, να τονε φέρη ο Πανάγος. Ανίσως και με χάση ο ένας, να με βρη ο άλλος. Και με το τουφέκι στον ώμο βγαίνει και κλει την πόρτα ο Μιχάλης.

Τούρθε μάλιστα να ξεκινήση και να παιδέψη τους φονιάδες. Οι καιροί όμως είτανε δύστροποι. Είχε μεγάλους περισπασμούς η Ανατολή. Κ' έτσι κάμνοντας την ανάγκη φιλοτιμία αναγνωρίζει το Μάξιμο, κλει μαζί του συνθήκες, και γυρίζει το νου του στα δικά μας τα βάσανα. Και ποια να είταν τώρα τα βάσανά μας; Ο Αρειανισμός, και πάλε ο Αρειανισμός, που κάστρο του και στρατόπεδο είταν η ίδια η Πρωτεύουσα.

Ο Φουσκομάγουλος με μιας φυγής, το δρόμο πιάνει· Βουτάει, χωρίς να στοχαστή πιον φίλον πάει και χάνει· 190 Και με το βούτημα έφτακε της λίμνης ως τον πάτο, Και απόφυγε το θάνατο από φαρμάκι ακράτο. Ο Ποντικός απάντεχα και ανέλπιστα ριμμένος, Απόμεινε ο κακότυχος τ' ανάσκελα απλομένος. Του κάκου κλει τα πόδια του· χαμένα αγαναχτάει. 195 Στον πάτο πάει τη μια φορά, την άλλη ανηφοράει.

ΞΕΝΟΣ Κυρά μου, μη φοβάσαι πια· καλά είμαστ' εδώ πέρα. ΠΡΑΞΙΝΟΗ Πάντα καλά νάσαι και συ και πάντα καλό νάχης που αληθινά με νοιάζεσαι και με φροντίζεις τόσο. Είσαι καλός και σπλαχνικός. Στρημώνετ' η Ευνόη μέσα στο πλήθος το πολύ· εμπρός, Ευνόη, σπρώξε, σπρώξε και συ. Πολύ καλά. Τέλειωσε. Όλες μέσα· όπως θε νάλεγε κι αυτός που κλει τη νύφη απόξω.

Οδηγεί τον Αγαθούλη από μια σκάλα κρυφή σε μια χρυσή σάλλα, τον αφήνει πάνω σ' έναν καναπέ από πολύχρωμο μεταξόπανο, κλει την πόρτα και φεύγει. Ο Αγαθούλης νόμιζε, πως ονειρευότανε και του φαινόταν η όλη του προτητερινή ζωή ένα όνειρο θανατερό και η τωρινή στιγμή ένα όνειρο γλυκό. Η γριά ξαναφάνηκε σε λίγο.

Ανδρειεύεται η καρδιά του Τρέχει ακόμα λίγο εμπρός, Μια κρυφή βρίσκει σπηλειά του, Μέσα ρίχνεται ο φτωχός. Ξεφορτόνεται, δειλιάζει, Γέρνει αναίσθητοςτη γη, Κλει τα μάτια του, πλαγιάζει Και το λείψανο κρατεί. Κ' εκεί πούτανε θαμμένος Μεςτου ύπνου τη νυχτιά, Σ' το πλευρό του ο σκοτωμένος Ανταριάζεται, ξυπνά. Στέκει εμπρός του... Τα δυο μάτια Κούφια χάσκουνε πλατειά.