United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να κρίνη Η δύστυχη δ' 'μπόρεσε, Κ' εκίνησε να φύγη. Την 'κολουθάω με φωναίς. Να την γυρίσω πίσω Δεν 'μπόρεσα. Καν πρόφθασα Να την 'μιλήσω πάλι· Κ' εκείνη με συγκίνησι, Και θλίψι της μεγάλη Μου λέγει: «Ώρα, τέκνο μου, « Τη γη αυτή ν' αφήσω

Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Μα την πίστιν μου, το πνεύμα σου μ' αρέσει· καλή είναι η κρεμάλα· αλλά πώς καλή; καλή δι' αυτούς οπού κάμνουν το κακό· τώρα συ κάμνεις κακά να λέγης ότι η κρεμάλα είναι κτίσμα στερεώτερο από την εκκλησίαν· αρα- γούν η κρεμάλα είναι καλή διά σε. Εις το προκείμενο πάλι· εμπρός.

Απ' τον κοιτώνα η φρόνιμη τότ' ήλθε Πηνελόπη· την Άρτεμιν ή την χρυσήν ωμοίαζε Αφροδίτη· κ' ευθύςτο πλάγι της φωτιάς της θέσαν το θρονί της, 55 'που τορνευτό μ' ελέφαντα και ασήμ' είχε ποιήσει ο τεχνουργός Ικμάλιος, και του 'συρε υποπόδιεκείνο αρμόδιο, και προβειά το σκέπαζε μεγάλη·εκείνο τότε η φρόνιμη καθόνταν Πηνελόπη· ήλθαν από το μέγαρον η λευκοχέραις κόραις, 60 κ' ευθύς σηκόναν τ' άφθονο φαγί και τα τραπέζια και τα ποτήρια, 'πώπιναν οι απόκοτοι μνηστήρες· και απ' τους φανούς κάτ' έρριξαν το πυρ κ' έθεσαν άλλα επάνω τους ξύλα πολλά, να δίδουν φως και ζέστη. τον Οδυσσέ' η Μελανθώ τότε αποπήρε πάλι· 65 «Την νύκτ' ακόμα, ξέν', εδώ θε να μας βασανίζης, 'ς το σπίτι ν' αναστρέφεσαι, ταις κόραις να ματιάζης; 'ς τον δρόμον έβγ', ελεεινέ, και αρκεί σ' ό,τ' έχεις φάγει, ή θα σε βιάσω με δαυλιαίς να πεταχθήςτον δρόμο».

Ο Αριστόδημος ήθελε σώνει και καλά να βάλουν στην τραπεζαρία και το άγαλμα της Δόξας. Έτσι θα τόβλεπαν όλοι οι καλεσμένοι και θα τους καθόταν καρφί στα μάτια. — Ηθέλησαν να μας δείξουν τα πλούτη τους· να τους δείξουμε και ημείς τα ιδικά μας. — Μα τώρα θα μας μάθουνε! τούλεγε μαλακά ο Δημητράκης· τη Δόξα μας όλοι την ξέρουν. — Ας την ξεύρουν να την ιδούν πάλι· επίμενε ο Αριστόδημος.

Εκαθότανε με τη μάννα του στην πεζούλα από κάτω από το κελλί μου και τάλεγαν πάλι· τι αδιαντροπιά! — Από ντροπή δα ας πη κι' άλλος, είπεν ο παππά Φίλιππος. — Και πας είνε μόνο τα λόγια, εκείνα που κάνει τι σου λένε; είπεν ο Γιώργης. — Ας όψουνται που μας τον φέρανε πάλι στο κεφάλι μας· είπεν ο παππά Φίλιππος.

Κλει τη λειτουργία πάλι, και δώθε παν οι άλλοι. — Ε, παιδιά μου, τους κάνει, την πιριάλλην Κυριακή. Έρχεται κ' η πιριάλλη Κυριακή. Απολείτουργα βγαίνει ο Παπάς, και τους ρωτάει το ίδιο πάλι· να βρέξη ή να μη βρέξη; Κείνοι τα ίδια και τα ίδια. Άλλοι να βρέξη, άλλοι όχι! Χλαλοή μεγάλη, φωνοκόπι τρανό.

Ο κουρήτος έτριξε πάλι· και θαρρώ πώς θα μας εχάλασε το σαλάδο . Αλλά το σαλάδο τη επαύριον, κατεβροχθίζετο υπό τας επευφημίας όλου του τσούρμου, και αυτού του γέρω-Μπούμπα, ενός ιδιότρόπου ναύτου, εις τον οποίον τίποτε δεν ήρεσκε, και όλο και εμάλωνε, πότε με την βελόναν του και πότε με τη νιτσεράδα του, όταν δεν εύρισκεν εμπρός του τον μικρόν καμαρώτον, να πιασθή μαζί του.

Αλλά μόλις κίνησε για κάτω, είδε την άρρωστη να σηκωθή. Κιόπως ήτο ψιλόλιγνη και μαυροφορεμένη πάνω στον άσπρο βράχο, παρουσίαζε το πένθιμο σχήμα κυπαρισιού. Ο Δρακογιώργης σταμάτησε πάλι· κη άρρωστη φάνηκε σαν νάστρεφε το βλέμμα της στο γύρω θέαμα των αγαπημένω της μερώ. Έπειτα έκαμε μια χερονομία μεγάλη προς το χωριό, σα ναποχαιρετούσε.

Και σαν τον είδε, τρόμαξε ο φοβερός Διομήδης. Πώς άντρας μαλακόψυχος περνάει μεγάλο κάμπο και στέκει ομπρός σε ποταμού την άκρη φουσκωμένου που τρέχει κατά το γιαλό, καθώς τον δει με κρότους π' αφρολογάει, και βιαστικός τραβιέται πίσω πάλι· τότε έτσι κώλωσε κι' αφτός και μίλησε στ' ασκέρι 600 «Βρε τι σαστίζουμε, παιδιά, τον Έχτορα σα δούμε κι' είναι άφοβος πολεμιστής και στο κοντάρι πρώτος; Μα κείνος ένα απ' τους θεούς έχει κοντά του πάντα που τον γλυτώνει από σφαγή, σαν που και τώρα ο Άρης, τηράτε! μ' άντρα μιάζοντας θνητό μαζί του τρέχει.

Έκλεισε τη λειτουργία και δώθε παν οι άλλοι. — Ε, παιδιά μου, τους λέει, την άλλην Κυριακή. Ήρθε κ' η άλλη Κυριακή. Απολείτουργα βγήκε πάλι ο Παπάς και τους ρώτησε το ίδιο πάλι· να βρέξη, ή να μη βρέξη; Κείνοι άρχισαν τα ίδια πάλι. Άλλοι να βρέξη, κι άλλοι να μη βρέξη. Άλλοι ναι, κι άλλοι όχι! Χλαλοή μεγάλη, φωνοκόπι τρανό. Τι να κάμη κι ο βλογημένος ο Παπάς!