United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δυνάμεθα δε να είπωμεν και το ίδιον και διά τα σκυλλιά; Δεν ξεύρουν να τα κάμουν καλύτερα εκείνοι οι οποίοι γνωρίζουν και να τα τιμωρούν όπως πρέπει; — Ναι. — Εκ τούτου λοιπόν συμπεραίνομεν ότι μία και η αυτή είναι η τέχνη η οποία και τα τιμωρεί όπως πρέπει και τα κάμνει καλύτερα; — Ναι, καθώς φαίνεται, είναι η ιδία.

Εάν όμως μου αποκριθής ακόμη εις εκείνο που θα σ' ερωτήσω, θα εννοήσωμεν ακόμη καλύτερα εάν τα λόγια μου είναι αληθινά· ποίοι ηξεύρουν λοιπόν καλά να τιμωρούν τους ίππους; Εκείνοι οι οποίοι ηξεύρουν και τον τρόπον να τους κάμουν καλυτέρους ή οι άλλοι; — Βεβαίως εκείνοι οι οποίοι ξεύρουν να τους κάμουν καλυτέρους.

Οι άνθρωποί μου όλοι είναι καλοί και διαλεκτοί· τα χρέη των τα ’ξεύρουν δεν εντροπιάζουν την τιμήν και το αξίωμά των. — Ω Κορδηλία, διατί το ελαφρόν σου πταίσμα να μου φανή τόσον φρικτόν; Και πώς να μου στρεβλώση το φυσικόν, και την καρδιάν να μου την ξετοπίση, και εις χολήν την τόσην μου αγάπην να γυρίση; Ω Ληρ, ω Ληρ! Κτύπα εδώ, ν' ανοίξη, Ληρ, η θύρα να έμβη η τρέλλα και ο νους να φύγη!

Δεν θέλει να βλέπη τίποτα σκοτεινό στην πρόσχαρη εικόνα της ζωής του. — Ποιας ηλικίας τάχα να είνε τα παιδιά; ρωτά πάλι. Εκείνος σκυθρωπάζει: Μα τον παρασκότισε! Γύρω του ακούονται φωνές ανυπόμονες· σπρώχνει ο ένας τον άλλον· θέλουν να τον βγάλουν από τη θυρίδα. Έμαθε πως ζουν τ' αδέρφια του· δεν τον φτάνει; Είνε και άλλοι που λαχταρούν για τους δικούς των, που δεν ξεύρουν καθόλου τι γίνονται.

Εδόλωσα με βότανα το βραδυνόν πιοτόν των, ώστ' η Ζωή κι' ο Θάνατος μαλλόνουν, και δεν 'ξεύρουν αν ζουν ή αν απέθαναν! ΜΑΚΒΕΘ έσωθεν Ποιος είναι! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Τι λέγει; Φοβούμαι μη εξύπνησαν και τίποτε δεν γείνη! Ω! είναι η εκτέλεσις ο φόβος, όχι η πράξις!

Πολλοί ολίγοι το ξεύρουν αυτά το μυστήριον. Θα ανοίξη σήμερα να έβγη το μπακαλόπουλο που μένει κλεισμένο κάτω, να ψωνίση λάδι για τα καντήλια της Εκκλησίας που είνε κάτω εις τα υπόγεια με ατελείωτον την λειτουργίαν της, ένα φρικαστικόν πράγμα, καπετάνιο μου, οπού φαίνεται σαν μαρμαρωμένη ζωγραφιά, ακίνητος, ανάγλυπτος. Εγώ απόμεινα χάσκων από το θάμβος.

Σωκράτης Ποίους λοιπόν επί τέλους ονομάζεις συ φιλοκερδείς; Χωρίς αμφιβολίαν, βέβαια, όχι αυτούς περί των οποίων εκάμαμεν τώρα δα λόγον, οι οποίοι ενώ ξεύρουν τα άνευ ουδεμιάς αξίας αντικείμενα, εν τούτοις νομίζουν ότι πρέπει να κερδίζουν από αυτά· διότι τότε κατά τα λεγόμενά σου, αγαπητέ μου, κανείς από τους ανθρώπους δεν είναι φιλοκερδής.

Δόξα θα πη να σε ξεύρουν όχι μόνον οι ζωντανοί αλλά και... — Οι πεθαμένοι, είπεν ο Γύφτος· πώς γίνεται αυτό; — Με συγχωράς, δεν το είπα καλά. Άλλο ήθελα να πω. Ήθελα να πω να σε ξεύρουν όχι μόνον όταν είσαι ζωντανός, αλλά και όταν θα είσαι αποθαμένος. — Α! είπεν ο Γύφτος. Κατάλαβα.

Αληθώς ο κυρ-Μιχάλης, φίλεργος και δραστήριος άνθρωπος πρότερον, εξ εκείνων, οπού ξεύρουν την δουλειάν των, αφότου, γοητευθείς από τας διηγήσεις του Καπετάνιου, ήρχισε να ονειροπολή την Επτάλοφον με τους ναούς της και τα αγιάσματα, παρημέλει το έργον του, ονειρευόμενος ότι ταχέως θα ήνοιγεν ένα μαγαζάκι απ' έξω από την Αγίαν Σοφίαν.

Αίμα πύρινο κουφοδρομεί στις φλέβες του· ψυχή με άλλη ψυχή σταυρόνονται και γιγαντώνουν στα φυλλοκάρδια του· φτερά έκαμε να πετάξη στα επουράνια. Κουφάρι ήταν περιστέρι έγινε. — Μπρε! ξαναλέγει· έλα Χριστέ και Παναγιά κοντά μου! Τρέχει έξω· κράζει τους συντρόφους του. Γυρίζουν εκείνοι στις φωνές, κυτάζουν με απορία και σταυροκοπούνται. Άγγελος είνε άνθρωπος είνε, δεν ξεύρουν.