United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κύτταξε μόνον, να μην ειπούμε 'γεια εις το ολίγο ασημικό, που μας βρίσκεται. — Α, μπα! και δεν πουλώ, αν θέλω, τώρα με τα εκατόν πενήντα, να μου μείνη καθαρόν κέρδος δέκα χιλιάδες φράγκα; — Το κακό είνε ότι δεν πουλείς, καθώς δεν πουλώ κ' εγώ. — Θα ήτον τρέλλα. Αύριον θα έχουν τριακόσια. Και πλησιάσας εις το ους του συναδέλφου του. — Η σύμβασις δημοσιεύεται αύριον, τω είπε.

Θυμόσαστε ακόμη την ημέρα που σας έδωκα το Χουσδάν, το καλό μου το σκυλλί; 'Α! αυτός μ' αγάπησε πάντοτε, και προς χάρι μου θα την άφηνε την Ιζόλδη την Ξανθή. Πού είναι; Τι τον κάματε; Αυτός τουλάχιστον θα με ανεγνώριζε. — Θα σας ανεγνώριζε; Λέτε μια τρέλλα.

Δεν ηξεύρω πώς εσκέφθη ο πρώτος άνθρωπος, ο αποφασίσας να καλύψη το πρόσωπόν του υπό προσωπίδα· όπως δήποτε όμως και αν εσκέφθη, φαίνεται ότι είχε την αρίστην ιδέαν περί της αξιοπρεπείας και του προορισμού του ανθρώπου. Όταν και αυτή η τρέλλα είνε αναγκαία δι' όλους, ο πραγματικώς τρελλός είνε εκείνος που κάμνει τον φρόνιμον.

Ξέχασε πατέρα, μάνα Και τρελλά παραμιλλάΧτύπα Γιάννη τη καμπάνα Για ναρχίση η λειτουργιά. Τάκουσαν μικροί μεγάλοι Και γελούνε χα, χα, χα, — Χτύπα, Γιάννη, τη καμπάνα Για ναρχίση η λειτουργιά! Χα! χα! χα! ΦΩΝΕΣΜπράβο, μπράβο! Μπιζ! Μπιζ! Ζήτω η χαρά! Εξ ονόματος όλης της συντροφιάς σας στεφανόνω. ΦΩΝΕΣΜπιζ, μπιζ. ΛΕΛΑΑδύνατο, αδύνατο. Σκάζω. Έχω δύσπνοια. Θέλω λίγον αέρα.

Σε ξέρω, μαννούλα, και πια δε με γελάς. Κάτι θες να του κρυφομιλήσης πάλε του Κωσταντή. Ήθελα και γω να σου πω κάτι, μα καλλίτερα όχι. Δέσπω. Σαν τι λογής; Αρετ. Γιατί να τον καταλαλήσω το δύστυχο! Αυτός κακό δεν είχε στο νου του. Είτανε μια τρέλλα, μα θαρρώ πως γατρεύτηκε πια ως τώρα. Τίποτις, μάννα, τίποτις. Έτσι το είπα. Δέσπω. Ο Θεός να μας φυλάη!

Μπορώ κι' είμαι ένας διαβάτης ... Είδα ένα ωραίο τοπείο. Αχ! τι ησυχία! τι ησυχία! Κι' όμωςτι θάνατος .. . Αλήθεια θα είνε δυνατό να ζήσω κι' αύριο έτσι πεθαμένος ; Βελόνες της υποψίας, μαχαίρια της λύπης, φίδια της ζήλειας — η καρδιά μου που είχε την τρέλλα να γιατρευτή, τώρα φωνάζει και ζητεί της πληγές σας. Ω, ξαναρθήτε! Παρίσι, 1909.

Το μάτι της Παυλίνας έπεσε άθελα απάνω στο λησμονημένο παιγνίδι. Της φάνηκε πως το στήθος της κούκλας σάλευε απαλά και ρυθμικά, σα ν' ανάσαινε. Τι τρέλλα! Πήγε κοντά της κ' έσκυψε το μικρό της αυτί απάνω στο κερένιο στήθος. Κάτι τι κτυπούσε μέσα, σαν καρδιά. Γέλασε με την τρελλή φαντασία της και, τραβώντας τη χρυσή καρφίτσα απ' τα μαλλιά της, τρύπησε το κερένιο στήθος απάνω στο μέρος της καρδιάς.

Εν ριπή οφθαλμού το σχήμα του κελλίου έγεινε ρόμβος. Αλλ' η μεταμόρφωσις δεν θα σταματούσεν εκεί. Δεν είχα ούτε την επιθυμίαν, ούτε την ελπίδα να την σταματήσω εκεί. Θα επροτίμων να κολλήσω το στήθος μου εις τους πυρωμένους αυτούς τοίχους και να τους χρησιμοποιήσω ως ένδυμα αιωνίας ειρήνης. «Ο θάνατος», εκραύγασα, «όλοι οι θάνατοι μαζί, αλλ' όχι να πνιγώ στο πηγάδι». Τρέλλα!

Κιόταν ήρθε κοντά μου κιάκουσα τη φωνή της, δεν έβλεπα πεια την παραμόρφωση της αρρώστειας. Στα μάτια και τη φωνή της βρήκα το Βαγγελιό που λαχταρούσα κιόλη η αγάπη μου άναψε. Έτρεξα και την αγκάλιασα πρώτος κιαυτή με φίλησε, με φίλησε τρελλά. Και μούπε, χωρίς να μαφήση από την αγκαλιά της: — Το κάτεχα Γιώργο μου, πως θαρχόσουνε και σανήμενα.

ΑΜΛΕΤΟΣ «ΈκστασιςΜε τάξιν κτυπά και μέτρον ο σφυγμός μου ως ο ιδικός σου, με τον αυτόν καλόν ρυθμόν. Τρέλλα δεν είναι όσα 'χω ξεστομίση· φέρε μετο θέμα και όλα λέξιν προς λέξιν θα σου επαναλάβω· τούτο δεν κάμν' η τρέλλ' αλλά πηδά και φεύγει.