United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ύπνος, πούναι της ψυχής κρυφό περιβολάκι Με χίλια μύρια βότανα για να γιατρεύη πόνους, Είχε γλυκάνη την καρδιά του Ομέρπασα Βριόνη Και τούχε σβύση τη χολή, την άγρια την αψάδα 'Σ τ' ανδρειωμένα σωθικά.

Τας συναγρίδας έβραζε με παντός είδους αρωματικά βότανα εντός ζωμού αώρων πορτοκαλιών, και τους γάλλους, ή, ως τους λέγουν οι Συριανοί, κ ο ύ ρ κ ο υ ς, έτρεφε με μοσχοκάρυδα τρεις ημέρας πριν τους σφάξη. Το αριστούργημα όμως αυτής ήτο το εφευρεθέν υπό του Πάπα Κλήμεντος Γαγκανέλλη capon magro ή νηστίσιμον καπόνι, οψάριον δηλ. καρικευμένον με χάβαρα, μύδια, γαρίδας και παντοία άλλα θαλασσινά.

Η Φραγκογιαννού εγκατεστάθη, όπως και την προλαβούσαν νύκτα, σιμά εις την γωνίαν της εστίας, όπου εύρε και το καλάθι της. Εξάναψε την φωτιάν, έβαλε νερό στο 'μπρίκι, και κατεγείνετο να βράση βότανα, το οποία έβγαλε από τον κόλπον της.

Τα χρόνια περνούσαν. Τα βότανα και τα μαντζούνια των γιατρών δε λείψανε μια μέρα απ' το προσκέφαλο του μικρού. Μα το βασιλόπουλο δεν ήθελε να πάρη απάνω του, σα να το έτρωγε κάποιο μυστικό σαράκι. Μεγάλωσε με τον καιρό, έγινε παλικάρι, μα τα μάγουλά του ήσαν πάντα χλωμά, τα μάτια του βαθουλωμένα, το κορμί του αδύνατο και αχαμνό.

Τρεις μήνες και θα μ' έχης κοντά σου, και ποιος θα σε πιάνη πια τότες! Αρετ. Σαφίνω, γλυκό μου σπιτάκι, και σεις λουλούδια και βότανα που γλυκοπότιζα, μαραθήτε πια τώρα και σεις, σαν κ' εμένα που με ξερρίζωσαν από το πολυαγαπημένο μου χώμα να με φυτέψουνε στάχαρο το περιβόλι της ξενιτειάς. Δέσπω.

ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ Όχι, αυθέντα μου καλέ, δεν έχω. ΡΩΜΑΙΟΣ Δεν πειράζει. Τρέξε να εύρης άλογα. Ευθύς κ' εγώ θα έλθω. Απόψε, Ιουλιέτα μου, μαζή σου θα πλαγιάσω! Προχθές τον είδα. Βότανα εμάζευε σκυμμένος, με ξεσχισμένον φόρεμα, με φρύδια σουφρωμένα· τον είχε ως το κόκκαλον η πτώχεια φαγωμένον.

Θέλεις να πας στο δάσος να βρης τα χόρτα που χρειάζονται στην αρρώστεια μου; Δυο σκλάβοι που είναι δω, θα σε οδηγήσουν. Γνωρίζουν πού φυτρώνουν τα μαγικά βότανα. Ακολούθησέ τους. λοιπόν. Αδερφή, πίστεψέ με: αν σε στέλνω στο δάσος, το κάνω επειδή πρόκειται για τη ζωή μου και την ησυχία μου». Οι σκλάβοι την επήραν μαζύ τους.

Εδόλωσα με βότανα το βραδυνόν πιοτόν των, ώστ' η Ζωή κι' ο Θάνατος μαλλόνουν, και δεν 'ξεύρουν αν ζουν ή αν απέθαναν! ΜΑΚΒΕΘ έσωθεν Ποιος είναι! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Τι λέγει; Φοβούμαι μη εξύπνησαν και τίποτε δεν γείνη! Ω! είναι η εκτέλεσις ο φόβος, όχι η πράξις!

Το μούτρο της είχε στραβώσει από την νευρικήν προσβολήν, η γλώσσα της εκρέματο έξω του στόματος, κ' εξέπεμπεν ανάρθρους φωνάς. — Πώς σου ήρθε αυτό; την ηρώτησε διά νεύματος μάλλον ή διά της φωνής η Φραγκογιαννού. Η πάσχουσα απήντησε διά γρυλλισμού ουδέν το ανθρώπινον έχοντος. Η Φραγκογιαννού εκάθισε παρά την εστίαν, και ησχολείτο να βράση βότανα διά την πάσχουσαν.

Και οι γιατροί, με τα γιατροσόφια και τα βότανά τους, μαζεύτηκαν απάνω απ' τη χρυσή κούνια. Άνοιξαν τα γιατροσόφια τους και άρχισαν να μιλούν λατινικά αναμεταξύ τους. Και το βασιλόπουλο, χλωμό και αρρωστιάρικο, απάνω στα πουπουλένια προσκέφαλα, τους κύτταζε με τα μεγάλα του μάτια. Και σα να καταλάβαινε τα λατινικά τους και σα να ξεδιάλυνε τη σοφία τους, χαμογελούσε πάλι, χαμογελούσε ολοένα.