United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένα από κείνα της θεάς διαλέγει να χαρίσει, πούταν στα ξόμπλια πιο όμορφο κι' απ' όλα πιο μεγάλο, λαμπρό σαν άστρο· κι' είτανε βαλμένο κάτου κάτου. 295 Και κίνησε, κι' ένα σωρό αρχόντισσες ξοπίσω.

Μα άκου, απ' τη μάχη αν τραβηχτείς ή πας και ξελογιάσεις κάνα άλλονε κι' οχ τη σφαγή τόνε γυρίσεις πίσω, σ' έφαγα εφτύς καρφώνοντας μες στην καρδιά σου τ' όπλο250 Είπε και κίνησε μπροστά, κι' οι άλλοι ακολουθούσαν με χλαλοή που κούφαινε.

Μικρός σαν είταν, ο Κισσιάς, της μάννας του ο πατέρας, της Θεανός, στον πύργο του τον είχε αναθρεμένα· κι' όταν στην ώρα απέ έφτασε της λεβεντιάς και νιότης, 225 κοντά του αφτού τον βάσταξε, γαμπρό του ναν τον κάνει· μα ότι τον πάντρεψε, άφισε τη νύφη αφτού και πήγε, όπου άκουγε τους Αχαιούς, με δώδεκά του πλοία. Όμως κατόπι τ' άφηκε τα πλοία στην Περκώτη και κίνησε να πάει πεζός.

— Α! έκαμε τέλος σηκώνοντας το κεφάλι. Όσες φορές το βλέπω τούτο τ' αργόχερο, όλο τραγούδια έρχονται στα χείλη μου. Θα πης τα περισσότερα είνε λυπητερά. Μα τάχα κ' η ζωή μου όλο με λύπη δεν πέρασε; Έπιασε μ' ευλάβεια το κέντημα, το τύλιξε απαλά και κίνησε για το σπίτι. Άξαφνα καθώς πέρναε στο στρατώνι είδε μέσα στ' αμπέλι την αξίνα του και το σκαμμένο χώμα. — Μπρε! έκαμε μ' απορία.

Εκεί ετοίμαζαν ένα στόλο και μαζεύανε στρατό για να τιμωρήσουν τους αιδεσιμώτατους Ιησουίτες πατέρες της Παραγουάης, γιατί κάπιο τάγμα τους κίνησε επανάσταση εναντίο των βασιλέων της Ισπανίας και της Πορτογαλίας κοντά στη πόλη της Αγίας Μετάληψης.

Είπε και εις όλους κίνησε τον πόθο των δακρύων• έκλαιγ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα, έκλαιγεν ο Τηλέμαχος και ο βασιληάς Ατρείδης, 185 ουδ' είχεν ο Πεισίστρατος αδάκρυτα τα μάτια• ότι και αυτός τον άψεγον Αντίλοχο ενθυμήθη, 'που της Ηώς της φωτεινής είχε φονεύσει ο γόνος• τον ενθυμήθη κ' έλεγε με λόγια πτερωμένα•

Μια και δυο κίνησε και πήγε στο σπίτι της Μαχούλας της αδελφής του. Ο γαμπρός του, ο πρώτος μάστορης στη Σκιάθο. Ο Μαστρο- Γιαλής με τόνομα. Τα καλύτερα καράβια της Σκιάθος από τα χέρια του περάσανε — ο Μαστρο-Γιαλής με τα χρυσά τα χέρια. Η δόξα του στα πέλαγα τριγύριζε. Όταν λέγανε οι μαρνέροι, αγναντεύοντας στο πέλαγο, «σκιαθίτικο καράβι», κολλούσανε τα χείλια τους.

Τα λόγια τούτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, 160 κίνησε προς τον θάλαμο και πάλι ο Μελανθέας, να φέρη τα λαμπρ' άρματα· και ο θείος χοιροτρόφος τον νόησε και από σιμά τότ' είπε του Οδυσσέα· «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, ιδού, πάλιν ο πάγκακος, οπ' είχαμε υποπτεύσει, 165τον θάλαμο πορεύεται· συ τώρα δίδαξέ με, θα του αφαιρέσω την ζωήν, αν τον νικήσω πρώτα, ή θέλεις να τον φέρω εδώ να σου πλερώση εκείνος ταις τόσαις οπ' ωργάνισετο σπίτι σου ανομίαις

Αν δεν την ήξερα όχι εκατό φλωριά, αλλά και χίλια αν είχα θα μου τάπαιρναν οι κλέφτες. Κοιμήθηκε το βράδυ εκεί πέρα και την άλλη μέρα πρωί πρωί ξεκίνησε. Περπάτησεπερπάτησε και το βράδυ έφτασε σ' έναν άλλο σταθμό. Εκεί που ετοιμάζονταν να φάγη λαβαίνει κάλεσμα από τον άρχοντα του τόπου, να πάη στον πύργο του. Θέλοντας και μη, κίνησε και πήγε.

Έλα· πάμε! ξανάειπε ο νιος· έχε γειά, μάννα· έχετε γειά!. . . Έσκυψε και φίλησε το χέρι της γριάς. Έσκυψε κ' η Ζαφείρω λούστηκαν κ' οι δυο στα δάκρυα. — Σύρτε στο καλό ... σύρτε στο καλό ... ευχήθηκε η Μητροκούλενα. Κίνησε το αντρόγυνο στο δρόμο του: μπροστά ο άντρας με τη φλοκάτα στον ώμο και στον άλλο το γκραδάκι του· πίσω η λεβεντονιά σφουγγίζοντας τα δάκρυα.