United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τάκουσαν μικροί, μεγάλοι Και γελούσαν χα, χα, χα. «Της αγάπης τις λαχτάρες Σουτ! και μήτε του παππάΜα του Γιάννη το μεράκι Τώρα τούγινε φαρμάκι Φεύγει, πάει μια και δυο Στο ψηλό καμπαναριό Κάνει το σκοινί θηλειά Και κρεμιέται στα καλά! Κ' η ξανθή παππαδοπούλα Έγινε καλογρηούλα. Το Χτωήχι στο δεξί της Κομποσχοίνι στο ζερβί της.

Εργατικός πολύ και τιμιώτατος, αγάπησε πολύ τον Άνθιμο και ο Άνθιμος τον αγάπησε· μα ο παππά Συνέσιος δεν τον αγαπούσε και κάθε λίγο τον εβασάνιζε και τον αδκούσε, με χίλια δύο. Τα υπόμενε ο καϋμένος ο Σταυράκης και μόνον ήλεγε πότε πότε τα παράπονά του στον Άνθιμο. Εκείνο το πρωί ο Σταυράκης επήγε κ' ευρήκε τον καλόγερο.

Ο παππά Συνέσιος επροχώρησε για να μιλήση, μα τον αποπήρε ο δήμαρχος με δυνατή φωνή. — Τι τέχνες είν' αυτές που κάνετε; — Δεν είνε τέχνες, είπεν ο γούμενος· είνε γάμος! — Θα το ιδούμε τώρα. Ο παππά Κρητικός εζήτηξε να γλυστρήση να φύγη, μα του έφραξε το δρόμο ο ειρηνοδίκηςΣτάσου, παππά, να μάθωμε την αλήθεια, είπε. Τότ' επροχώρησε ο γέρω Μουρούπας.

Εγώ δεν είμαι και τόσο φευγάτος απ' τα θεία, παππά, είπε παραπονετικώς ο Στάθης. — Εσύ έχεις κάποια μικρή διαφορά, . . . Μα ακόμα, ακόμα . . . — Έχουμε ταμμένα, μαζί με τον Κωνσταντή τον Άγγουρο, να ξανακτίσουμε και την εκκλησίτσα τ' Άι-Παντελέημονα . . . Την είχεν ονειρέψει του Κωνσταντή η γυναίκα. — Άμποτε, ο Θεός να σας αξιώση, είπεν ο ιερεύς.

Ο Δημήτρης υποσχέθη κ' έτρεξε να βρη τ' άλλα παιδιά, που εφεύγανε με φωνές. Ο παππά Συνέσιος έμεινε στο ίδιο μέρος και πότε ποτ' εγύριζε πίσω του κ' έβλεπε.

Ανεμόμυλε! του ετίναξεν από πίσω ο γέρος και εξακολούθησε τ' όργωμα. Σε μεγάλη συλλογή και σε φοβερή στενοχώρια βρίσκεται ο νέος Κεριάκος, ο γαμπρός, οπού τον θέλουνε, ο παππά Συνέσιος για την κουμπάρα του και ο χωριανός Κοντοπάνης· είναι βαρύς γαμπρός και καλός δουλευτής, τα καλά όμως αυτά του βγαίνουν από τη μύτη, γιατί δεν τον αφίνουν ήσυχο.

Και ετοιμάστηκε για τη μεγάλη μάχη. Επήρε τα μέτρα του όλα, για να ματαιώση, με κάθε τρόπο, την κακή, την άνομη πράξι που υποπτευότανε. Και για να βεβαιωθή καλλίτερα πως η υποψίες του είνε βάσιμες, επαραμόνεψε στο δρόμο οπού φέρνει στο σπίτι του Μαρούπα, και σαν άρχισε να σκοτεινιάζη, είδε, σ' ένα μουλάρι απάνω, τον παππά Κρητικό, μ' ένα παιδί στα καπούλια, να τραβά κατά το χωριό.

Τα είχε μάθει κ' η θεια η Φρόσω τα βρώμικα από κείνη την ταχινή. Μα γνώριζε και τις ενέργειες του Παππά Χαραλάμπη. Ο Εφημέριος μάλιστα σε κείνηνα πρωτοπήγε σα γύρευε το Δημήτρη να τα βολέψη μαζί του. Κ' ίσως να τα γνώριζε από τα πριν η γριά, κάτι θα σοφίζουνταν, κάτι θα προλάβαινε. Σαν κλέφτης μπήκε ο Δημήτρης, και σα μωρό παιδί καμώνουνταν πως δεν είχε πια τίποτις, πως έστρωσαν όλα.

Εκαθότανε με τη μάννα του στην πεζούλα από κάτω από το κελλί μου και τάλεγαν πάλι· τι αδιαντροπιά! — Από ντροπή δα ας πη κι' άλλος, είπεν ο παππά Φίλιππος. — Και πας είνε μόνο τα λόγια, εκείνα που κάνει τι σου λένε; είπεν ο Γιώργης. — Ας όψουνται που μας τον φέρανε πάλι στο κεφάλι μας· είπεν ο παππά Φίλιππος.

Το Φλουρώ έχει καλλίτερα πράματ' από την Ανέζα κ' εγώ πάλι ό,τι καλό μπορώ θα σου κάμω. Και τον εκέρασε πάλι· στο κέρασμα έλαβε μέρος και ο παππά Κρητικός, ο οποίος και είπε πολλά του Κεμιάκου, κερνώντας τον λίγο λίγο. Αυτός ο καϋμένος είχε δεν είχ' εμέθυσε και μια στιγμή ήδωκε το λόγο του. — Δε θέλω να ξέρω τίποτε πλια· εξεμπέρδεψε· το Φλουρώ θα πάρω και δε δουλειώ κανεί. . .