United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ηρίθμει: — Μια για το σπίτι με το φλουρί, μια για να την φωτίση ο παπάς τα Φώτα, μια για την κουμπάρα μ', μια για τον δάσκαλο. — Θέλ' κι' ου δάσκαλος βασ'λόπ'τα! Εμουρμούρισεν η Μιλάχρω. — Τι να τήνε κάμω τώρα! Εγόγγυζεν η ξένη γυνή, θεωρούσα την καείσαν βασιλόπητταν κατάμαυρην ως μουντζουρωμένην. — Είνε τώρα για κόσμο αυτή; — Μέρα που είνε, γίνονται και λάθη!

Να μη φοβάσαι· δεν αήκουσες εχτές τα λοιδόρια, πώς έκαναν στη Λάκκα; άμα λαλούν τα λοιδόρια, να ξέρης πως θάχουμε καλοκαιριά. — Και τη συγνεφιά! δε θυμάσαι; ως τα προχτές είχαμε να ιδούμε του ηλιού την όψι. — Έι. . . κι' αυτό φοβάσαι; ωχ, ζάβαλη κουμπάρα! τόσα χρόνια πας κι' ακόμα να τα μάθης!. . . άκου το από 'μένα: η συγνεφιά εκείνη ήταν φουσκοδεντριές. Είχε μέγα δίκαιον η γρηά Σμαράγδω.

Στο τέλος 'ς 'ν απόλυσι, θέλησε ο κακόμοιρος να πάη πρώτος-πρώτος να πάρη αντίδωρο, και του πάτησε μια βρισιά ο δήμαρχος, που τον έκαμε τον κακόμοιρο απ' άσπρου. — Να σ' πω κουμπάρα. Κατάλαβες τίποτα; διέκοψεν αίφνης εγερθείς ο ποιμήν. — Τι; ηρώτησεν η Κρατήρα. — Δεν κατάλαβες τίποτα ακόμα; Νά! Και ωσφραίνετο ηχηρώς ο Κομποδήμος. — Ωχ!

Όλοι θυμούνται την αρετή του καλόγερου, που δεν υπόφερε τη παραμικρή διπροσωπία. Τώρα ετοιμάζεται νέο δράμα από τον παππά Συνέσιο! θέλει να χαλάση καμωμένο αρρεβώνα και να παντρέψη την κουμπάρα του. Εβάλθηκε με τα όλα του και βοηθοί του είνε ο παππά Κρητικός και ο Γιάννης ο Σερέτης, δυο άξια υποκείμενα.

Τον έσεισα πάλι, τον ετράβηξα βιαστικά με το χέρι μου, και τον εσήκωσα. Τότε μου είχε έρθει η στόχασι, πως έπρεπε να κάμω γλήγορα, για να προφτάσω τ' ασκέρι που έτρεχε τον ανήφορο, γιατί δεν είξευρα αν ήτον πολύ κοντά ή μακρυά, και τον δρόμο εγώ δεν τον είξευρα. Έπειτα έπρεπε να προφτάσω να ιδώ την Περιστέρα, καθώς μισοθυμούμουν, που μου είχε 'πεί η κουμπάρα, πως τίναζε τα φτερά.

Προ ολίγων ημερών είχε φέρει εις την οικίαν του παπά, όπως κατ' έτος εσυνήθιζεν, ογκώδη οπωσούν σάκκον με αλεύρι από εντόπιον σίτον, παραγωγήν από τους κόπους των ιδίων τέκνων της, και διά τον λόγον τούτον, ως και διότι ήτο συντέκνισσα της, απήλαυε της εύνοιας της παπαδιάς. — Θ' αργήσ' ου παππάς, συντέκνισσα; — Όπου είναι, έρχεται, κουμπάρα.

Ανεμόμυλε! του ετίναξεν από πίσω ο γέρος και εξακολούθησε τ' όργωμα. Σε μεγάλη συλλογή και σε φοβερή στενοχώρια βρίσκεται ο νέος Κεριάκος, ο γαμπρός, οπού τον θέλουνε, ο παππά Συνέσιος για την κουμπάρα του και ο χωριανός Κοντοπάνης· είναι βαρύς γαμπρός και καλός δουλευτής, τα καλά όμως αυτά του βγαίνουν από τη μύτη, γιατί δεν τον αφίνουν ήσυχο.

Και της Πανούργης το βάρος δίνει Να κάμη εκείνη, καθώς ηξέρει. Σωρόν ομπρός του τ' απανωτιάζει, Κι' αυτή κρατάει πολλά ολίγο. Πιος σ' έχει μάθη, της λέει, Κουμπάρα, Με τόσο δίκιο να διαμοιράζης; Σκυφτά εκείνη του απηλογήθη. Του Λύκου, αφέντη, η δυστυχία. Ίσως ο Συγγραφεύς είχε σκοπόν να κάμη όλους τους προηγουμένους μύθους κατά τον ίδιον αυτόν τρόπον. Ζ ί ν ζ ι ρ α ς και Μ υ ρ μ ή γ κ ι.

Εγώ δεν είξευρα καλά καλά τι ήτον η Εύρεσι, και σχεδόν δεν είχ' ακούσει ποτέ μου για Περιστέρα. Αυτή τη στιγμή θυμήθηκα που η κουμπάρα μας, εκείνη 'που πρώτη μου είχε βάλει στο νου για να τάξω στην Καισαριανή, μου είχε 'πεί ότι η χάρι της περισσότερο ενεργάει στην Εύρεσι, που είνε στη σπηλιά, κι' ότι εκεί κατεβαίνει, τινάζοντας τα πτερά της, μία περιστέρα...

Δε θυμάμαι, να σ' πω! Και ερωτών την Κρατήραν λέγει: — Πού το ηύρες το ταψί, κουμπάρα; — Κάτω ς' τα σανίδια πεταγμένο ανάποδα. — Ωχ μωρέ τα σκυλόγατα! είπεν ο ποιμήν. — Κρίμα ς' το γουρνόπουλο! εφώνησεν ο Μπάρμπα Σταύρος τεθλιμμένος και κρατών το τσιμπούκιον επροχώρησεν ολίγα βήματα ως να μη επίστευεν, αν και έβλεπε το ταψίον το κενόν, και ήθελε να ίδη την θέσιν όπου έκειτο.