United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα ο Μιχαήλος που εβάλαμε να φυλάγη μήπως έλθης, τον είδε και άνοιξε την αγκάλη του να τον εμποδίση. Μα εκείνος, σαν να έβλεπε τον όξω απ' εδώ μπροστά του, έβγαλε, λέγει, μια βλαστημιά κ' εσκόντησε τον Μιχαήλο κατά γης κ' εβγήκε κ' έφυγε! Γι' αυτό δεν σε άνοιξε την θύρα σήμερα το παιδί μου, και γι' αυτό δεν ηύρες κανένα να σε υποδεχθή.

Με τον αρρεβωνιαστικό σου! Πού τον ηύρες τον αρρεβωνιαστικό εσύ; — Πώς πού τον ηύρα; Τάχα δεν τον ξέρεις του λόγου σου; Τον ξέρεις. — Εγώ; — Ναι, του λόγου σου. Μ' αφού τον έχεις μέσ' στη σάλα! Στη σάλα! Η κυρία Μαχαλά πήγε να ξεφωνήση. Ποτέ δε φανταζότανε πως η Ασημίνα θα τολμούσε να μπάση, τον αρρεβωνιαστικό στη σάλα της. Στην κουζίνα, ναι· μα στη σάλα! Τέτοια αυθάδεια δεν την περίμενε.

Και αφού με είδεν εις αυτήν την κατάστασιν ο προδότης και επίβουλος, μου έδωσε πολλές μαχαιριές με ένα πουνιάλι, που επιταυτού είχε, και μένοντας από αυτές χωρίς καμμίαν αίσθησιν, και νομίζοντάς με αποθαμμένη με έβαλεν εις ένα σάκκον, και μοναχός του διά νυκτός με έφερε εις εκείνον τον τόπον που με ηύρες.

Έμεινε πολλά ευχαριστημένος ο παταλμαντζής με την γενναιότητά μου και ανεχώρησεν. Ολίγον καιρόν υστερότερα το έμαθε και ο Βεζύρης Αμπουλφάτ, και έστειλε και με έκραξεν εις τον οντά του, ο οποίος μου είπε. Καλέ άνθρωπε, έμαθα πώς ηύρες ένα θησαυρόν, διά τον οποίον καλά ηξεύρομεν πώς ο μισός απαρθενεύει του βασιλέως, το λοιπόν πρέπει να τον δώσης, ειδέ μη θέλεις παιδευθή. Εγώ του απεκρίθηκα.

Επειδή δε η ώρα παρήρχετο, και ούτε ο αδελφός μου, ούτε ο Κιαμήλ επέστρεφε: — Μου έρχεται μία ιδέα, είπον προς τας γυναίκας. Ο Μιχαήλος βεβαίως θα εύρε τον Κιαμήλ· αλλ’ ο Κιαμήλ ύστερον από ό τι συνέβη, εντροπιάρης καθώς είναι, θα αποποιήται να έλθη εις το σπίτι, ως εκ της παρουσίας μου. — Καλά το ηύρες! είπεν η μήτηρ μου.

Πού τον ηύρες τον μουστερή!... είπεν ειρωνικώς ο Γύφτος. Εγώ τώρα, καθώς είμαι κουρασμένος, και είνε και νύχτα... — Όχι τώρα, υπέλαβεν ο ξένος. Έχομεν καιρόν. Αύριον, μεθαύριον. — Και τι δουλειά έχω, να πάγω εγώ εκεί; αντείπεν ο Γύφτος. — Ίσως θα εύρης δουλειά, επέμενεν ο ξένος. — Άλλην απ' αυτήν που κάμνω κάθε μέρα;... — Εάν εύρης καλλίτερην, δεν την αφήνεις; — Όχι, είπε σταθερώς ο Γύφτος.

Όταν επέστρεψεν εις το χωρίον, έστειλε πάλιν το παιδί να δανεισθή το κοιλόν του μεγάλου Κλώσου. — Τι σημαίνει τούτο; είπεν ο μεγάλος Κλώσος. Μήπως δεν τον εσκότωσα; Ας υπάγω μόνος μου να ίδω τι τρέχει. Και υπήγεν ο ίδιος με το κοιλόν του. — Πού τα ηύρες πάλιν αυτά τα χρήματα, ηρώτησε. — Δεν εσκότωσες εμένα, αλλά την νόναν μου, του απεκρίθη ο μικρός Κλώσος.

Ποίας; Της ηγουμένης που μ' έστειλε. — Ό,τι θέλεις, είπε μειδιώσα η Βεάτη. — Πώς ό,τι θέλω; — Πε της ότι δεν με ηύρες. — Δεν σε ηύρα; Πώς γίνεται; — Πώς δεν γίνεται; επανέλαβε φαιδρά η Βεάτη. — Τότε θα μου πη, μην έφυγε το μαγειρείο από τον τόπον του; — Ειμπορεί και να έφυγε, απήντησεν απροσέκτως η Βεάτη. — Και τότε; — Τότε; — Η ηγουμένη θα μου πη πως ετρελλάθηκα. — Ας σου πη.

Και την επώλησα και μου έδωκαν αυτά τα χρήματα. — Καλά σου την επλήρωσαν, είπεν ο μεγάλος Κλώσος, και υπήγεν οπίσω, επήρε τον πέλεκύν του και εσκότωσεν αμέσως την νόναν του, την έβαλεν εις μίαν άμαξαν και υπήγεν εις την πόλιν, και ηύρεν ένα φαρμακοπώλην, και τον ηρώτησεν αν θέλη ν' αγοράση μίαν γραίαν αποθαμένην. — Πού την ηύρες; ηρώτησεν ο φαρμακοπώλης. — Είναι η νόνα μου.

ΑΔΜΗΤΟΣ Να το το χέρι μου λοιπόν, τα μάτια αλλού γυρίζω σαν της Γοργόνας νάκοβα την κεφαλή. ΗΡΑΚΛΗΣ Την ηύρες; ΑΔΜΗΤΟΣ Την ηύρα. ΗΡΑΚΛΗΣ Κράτα την καλά. Και θάρθη μια ημέρα που θα το πης και μόνος σου πως ήτανε γενναίος ο γυιός του Διός, ο ξένος σου. Για κύτταξέ την τώρα. και ιδέ αν της γυναίκας σου μοιάζει πολύ. Η λύπη την θέσι της παραχωρεί στην ευτυχία. Θεοί μου! Τι να ειπώ.