United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εσοφίσθη ν' αλείψη με πίσσαν τον πάτον του κοιλού διά να κολλήση μέσα ολίγον από ό,τι είχε να μετρήση ο μικρός Κλώσος. Και τω όντι, όταν έλαβεν οπίσω το κοιλόν, ηύρε κολλημένα εις τον πάτον τρία αργυρά νομίσματα. — Τι είναι τούτο! εξεφώνησε, και έτρεξεν αμέσως εις του μικρού Κλώσου. — Πού τα ηύρες τόσα χρήματα; — Επώλησα χθες το δέρμα του αλόγου μου.

Λοιπόν, τας έξ ημέρας της εβδομάδος ο μικρός Κλώσος ήτο συμφωνημένος να οργώνη τα χωράφια του μεγάλου Κλώσου, και να του δανείζη και το ιδικόν του άλογον. Την δε κυριακήν ο μεγάλος Κλώσος με τα τέσσαρα του άλογα εβοηθούσε τον μικρόν εις το όργωμά του. Αι! πώς εκέντρωνε τότε και τα πέντε ο μικρός Κλώσος· διότι την Κυριακήν ήτο ωσάν να τα είχεν ιδικά του και τα πέντε.

Θα μου το πλήρωση ο μικρός Κλώσος, έλεγεν ενώ επέστρεφε. Θα τον σκοτώσω! Εκείνην την ημέραν είχεν αποθάνει η νόνα του μικρού Κλώσου. Ήτο κακή και ανάποδη γραία, αλλ' ο εγγονός της την ελυπήθη, την έβαλεν εις το κρεβάτι του, και την εσκέπασε ζεστά ζεστά με την ελπίδα ίσως την ζωντανεύση. Εκεί την άφησεν όλην την νύκτα, αυτός δε εκάθισε να κοιμηθή εις μίαν καθέκλαν.

Και βέβαια, του απεκρίθη ο γεωργός· αλλά πρώτα να φάγωμεν τίποτε. Η γυναίκα τους εδέχθη πολύ καλά, και τους έστρωσε την τράπεζαν, και τους έδωκε ψωμί και τυρί. Ο άνδρας της επεινούσε και έτρωγε με όρεξιν. Αλλά του μικρού Κλώσου ο νους ήτο εις το ψητόν και το ψάρι και το κρασί, τα οποία ήσαν κρυμμένα εις τον φούρνον.

Και πέρνει ένα πέλεκυν, και κτυπά κατακέφαλα το άλογον του μικρού Κλώσου, και το ρίπτει κατά γης σκοτωμένον. Αλλοίμονον! είπεν ο μικρός Κλώσος. Τώρα δεν έχω άλογον! και ήρχισε να κλαίη. Έπειτα έγδαρε το άλογον, και αφού εστέγνωσε το δέρμα του εις τον ήλιον, το έβαλεν εις ένα σάκκον, εκρέμασε τον σάκκον εις την ράχιν του, και εκίνησε διά την πόλιν να πωλήση το δέρμα.

Όταν επέστρεψεν εις το χωρίον, έστειλε πάλιν το παιδί να δανεισθή το κοιλόν του μεγάλου Κλώσου. — Τι σημαίνει τούτο; είπεν ο μεγάλος Κλώσος. Μήπως δεν τον εσκότωσα; Ας υπάγω μόνος μου να ίδω τι τρέχει. Και υπήγεν ο ίδιος με το κοιλόν του. — Πού τα ηύρες πάλιν αυτά τα χρήματα, ηρώτησε. — Δεν εσκότωσες εμένα, αλλά την νόναν μου, του απεκρίθη ο μικρός Κλώσος.

Ο δε φαρμακοπώλης τον επήρε διά τρελόν τω όντι, και τον άφησε να φύγη. — Θα μου το πληρώσης, έλεγεν ο μεγάλος Κλώσος, όταν επλησίαζεν εις το χωρίον, θα μου το πληρώσης, μικρέ Κλώσε! Και άμα έφθασεν, επήρε τον μεγαλείτερον σάκκον όπου ηύρε, και υπήγεν εις του μικρού Κλώσου και του λέγει: — Με εγέλασες πάλιν. Την πρώτην φοράν με έκαμες και εσκότωσα τα άλογά μου, τώρα την νόναν μου!